
Η Κωλάθρα της Μαρίας
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΕΞ ΚΩΣΤΑ
ΜΕΡΟΣ 4: Φαντάρος
Ερωτική Ιστορία Τρίο Μάνα-Κόρη

Η Θητεία, για τους περισσότερους άνδρες, αποτελεί μια αξέχαστη περίοδο της ζωής τους. Για μένα, δεν ήταν απλώς αξέχαστη. Ήταν μια ευλογία της τύχης. Ειλικρινά, αυτά που βίωσα ως φαντάρος είναι απίστευτα και τα οφέλη που αποκόμισα ανυπολόγιστης αξίας. Η Θητεία μου στον Στρατό Ξηράς με απογείωσε ερωτικά, επαγγελματικά και κοινωνικά. Δεν υπάρχει φαντάρος που να πέρασε τόσο καλά και να επωφελήθηκε σε τέτοιο βαθμό, όπως εγώ. Και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Διαβάζοντας την παρούσα υποενότητα θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Όπως και πολλές άλλες, έτσι και η υποενότητα αυτή είναι εκτενέστατη και περιλαμβάνει ουσιαστικά μια μόνο ερωτική ιστορία. Δεν περίμενα να λάβει τέτοια διάσταση, αφού ο αρχικός μου ήταν να μην επεκταθώ. Όμως, η περίοδος που υπηρετούσα στο Διδυμότειχο, επηρέασε σημαντικά την προσωπικότητά μου. Έτσι, όσο σκεφτόμουν την Θητεία μου, τόσα περισσότερα έκρινα ότι έπρεπε να αναφέρω γι αυτήν. Μοιραία, ίσως το κείμενο να σας κουράσει. Δεν θα παρεξηγηθώ καθόλου αν την προσπεράσετε, αν και πιστεύω ότι έχει να σας πει πολλά για μένα. Εύχομαι να μην θεωρήσετε το χρόνο που θα αφιερώσετε χαμένο.
Κατά την εξεταστική του Σεπτεμβρίου του 1987 έδωσα πέντε μαθήματα. Μελέτησα σκληρά όλο το καλοκαίρι. Τα περιθώρια είχαν στενέψει, έπρεπε πάση θυσία να αποφοιτήσω. Όταν μάθαινα ότι είχαν τοιχοκολληθεί αποτελέσματα για κάποιο μάθημα, πήγαινα με σφιγμένη καρδιά στην ΑΒΣΠ. Αναζητούσα με αγωνία τον αριθμό μητρώου μου στους πίνακες και κοίταζα το βαθμό μου. Μόλις έβλεπα ότι είχα περάσει, ξεφυσούσα ανακουφισμένος, έπινα ένα καφέ στο κυλικείο και γύρναγα σπίτι. Όταν βγήκε και το τελευταίο μάθημα και είδα ότι το πέρασα, ούρλιαξα από ενθουσιασμό. Οι φοιτητές που ήταν παρόντες, με κοίταξαν απορημένοι.
- “Τέλειωσα, παίρνω πτυχίο!”
Οι παρευρισκόμενοι με χειροκρότησαν και μου έσφιγγαν το χέρι. Ανταπέδιδα θερμά την χειραψία, ευχόμενος περιχαρής “Και στα δικά σας”. Κατόπιν, πήγα στο γραφείο του πατέρα μου και του ανακοίνωσα το χαρμόσυνο νέο. Χαμογέλασε πλατιά, με συγχάρηκε και, χτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε:
- “Άντε, καιρός ήταν. Παραλίγο ο μικρός να τελειώσει το Πολυτεχνείο πριν από σένα!”
Δεν μπορούσε να μην ρίξει την μπηχτή του ο γέρος μου. Δεν του είπα τίποτα, στο κάτω-κάτω δεν είχε και εντελώς άδικο.
Η τελετή αποφοίτησης έγινε κάπου μέσα στον Οκτώβριο. Πήγα κουστουμαρισμένος, κουρεμένος στην εντέλεια και ξυρισμένος κόντρα. Ο πατέρας μου καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, η μάνα μου έκλαιγε από συγκίνηση. Μετά την τελετή, έβγαλα έξω τους δικούς μου σε ένα πολύ ακριβό εστιατόριο. Παρήγγειλα τα καλύτερα πιάτα και το πιο εκλεκτό κρασί. Οι γονείς μου με ρώτησαν ποια ήταν τα σχέδιά μου για το μέλλον. Τους είπα ότι ήθελα να τελειώσω καταρχήν με τον Στρατό και μετά να δουλέψω σε μια εταιρεία. Ήταν φανερό ότι ανακουφίστηκαν με τις αποφάσεις μου. Μάλλον είχαν μάθει ότι ήμουν μπλεγμένος στην ΚΝΕ και φοβόντουσαν ότι δεν θα ήθελα να υπηρετήσω ή να δουλέψω. Τότε, για τους συντηρητικούς, η λέξη “κουμουνιστής” ήταν συνώνυμη με τη λέξη “ακαμάτης”.
Αυτό που δεν είχα πει στους δικούς μου ήταν ότι ήδη μου είχε έρθει η πρόσκληση κατάταξης. Έπρεπε να παρουσιαστώ, στα μέσα Νοεμβρίου του 1987, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων του 11ου Συντάγματος Πεζικού, στην Κόρινθο. Δεν είχε νόημα να τραβήξω παραπάνω τις σπουδές μου, παίρνοντας και άλλη αναβολή. Γι’ αυτό και ήταν τόσο σημαντικό να τις ολοκληρώσω, κατά την εξεταστική του Σεπτεμβρίου.
Πριν καταταγώ ρύθμισα όλες τις υποθέσεις μου. Μετέφερα τα περισσότερα χρήματά μου στην Εθνική Τράπεζα, η οποία τότε είχε πολύ περισσότερα παραρτήματα στην επαρχεία. Πλήρωσα τους λογαριασμούς μου, μάζεψα τα χαρτιά μου και ολοκλήρωσα τα γραφειοκρατικά του ψιλικατζίδικου και της ΑΒΣΠ. Κάθε απόγευμα έβλεπα φίλους και συγγενείς που θα μου έλειπαν και τους αποχαιρετούσα. Σταδιακά, κατάφερα να τους δω όλους, εκτός από τον Δημήτρη, ο οποίος είχε ήδη καταταγεί και υπηρετούσε στο Κιλκίς. Τον είχα πεθυμήσει και είχα την ελπίδα να με στείλουν στην ίδια μονάδα, κάτι που τελικά δεν έγινε. Έμενε μόνο το διαμέρισμα.
Είχα αγαπήσει την γειτονιά και ήθελα να επιστρέψω στο ίδιο διαμέρισμα, όταν θα απολυόμουν. Όμως, αφού θα σταμάταγα να δουλεύω, δεν είχα δυνατότητα να πληρώνω ενοίκιο και λογαριασμούς. Ευτυχώς, την περίοδο εκείνη, ο Γιάννης, ένα εξαιρετικό παιδί από φτωχή αγροτική οικογένεια, σύντροφος από την ΚΝΕ, έψαχνε σπίτι. Του είχαν κάνει έξωση για ιδιοκατοίκηση. Ο Γιάννης είχε τρία εξάμηνα, για να αποφοιτήσει από το Χημικό. Του πρότεινα να μείνει στο δικό μου διαμέρισμα και να με αντικαταστήσει στο ψιλικατζίδικο, μέχρι να απολυθώ. Έτσι, θα είχε και φτηνό σχετικά ενοίκιο και δουλειά για να βγάζει κάποια χρήματα. Ο Γιάννης μόνο που δεν με φίλησε από τη χαρά του. Ο Ιδιοκτήτης γκρίνιαξε λίγο, αλλά, μόλις του υποσχέθηκα ότι θα ξανάφερνα τα συνεργεία του πατέρα μου, να ανακαινίσουν το διαμέρισμα, όταν θα το άφηνα, δέχτηκε πρόθυμα.
Την ημέρα πριν καταταγώ κουρεύτηκα στρατιωτικά και έκανα μια τελευταία προπόνηση πυγμαχίας στον Πανελλήνιο. Μετά, αφού χαιρέτησα τον προπονητή και τους συναθλητές μου, πήγα στο πατρικό μου σπίτι για μεσημεριανό. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ενθουσιασμένος που “θα γινόμουν επιτέλους άνδρας”. Μου διηγούταν περιστατικά από τη Θητεία του και μου έδινε συνεχώς συμβουλές για το πώς να συμπεριφέρομαι στο στράτευμα. Η μάνα μου, από την άλλη μεριά, έμοιαζε σαν να ήταν σε κηδεία. Φοβερή αντίθεση στον τρόπο που ο καθένας διαχειριζόταν την στράτευσή μου. Η ίδια ακριβώς αντίθεση ήταν παρούσα, μεταξύ εμένα και της Μαρίας, όταν, πάνω από εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ήρθε η σειρά των γιων μας να καταταγούν. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ...
Μόλις τελειώσαμε το φαγητό, η μητέρα μου αποχώρησε για το γραφείο της. Ο πατέρας μου έφτιαξε καφέ και κάτσαμε στο σαλόνι. Ήθελε να μου δώσει και κάποιες προσωπικές συμβουλές από την πολεμική του εμπειρία. Τα γεγονότα του Σισμίκ ήταν πρόσφατα και ήθελε να ήμουν όσο πιο προετοιμασμένος γινόταν, για την περίπτωση σύρραξης με την Τουρκία. Κάτσαμε πάνω από ένα δίωρο. Μέχρι τότε δεν είχα καταλάβει πόσα ήξερε για τον πόλεμο. Οι συμβουλές του ήταν πιο χρήσιμες ακόμα και από εκείνες των εκπαιδευτών μου στο Στράτευμα. Το απογευματάκι έφυγα από το πατρικό μου σπίτι. Βγήκα με την Γεωργία και δυο φιλικά ζευγάρια, αλλά γυρίσαμε νωρίς στο διαμέρισμά μου.
Την επόμενη μέρα μας ξύπνησε ο Γιάννης. Είχε έρθει, όπως είχαμε συμφωνήσει, νωρίς για να παραλάβει τα κλειδιά του διαμερίσματος. Σηκώθηκα, ήπια ένα καφέ και κατέβηκα στην είσοδο, όπου περίμενα τους γονείς μου να με πάνε στην Κόρινθο. Στη διαδρομή η μητέρα μου πρέπει να ξόδεψε ένα κουτί χαρτομάντιλα. Όταν φτάσαμε, φίλησα τους γονείς μου, πήρα το σακβουαγιάζ και διέσχισα την πύλη του στρατοπέδου. Ήμουν πια φαντάρος…
Μετά την βασική εκπαίδευση, μου ήρθε μετάθεση για το 512 ΜΤΠ, στο Διδυμότειχο. Οι υπόλοιποι φαντάροι, που είχαν πάρει την ίδια μετάθεση, βρίζανε θεούς και δαίμονες. Είχαν ακούσει ότι επρόκειτο για μια πολύ δύσκολη μετάθεση. Προσωπικά, πήρα ψύχραιμα το θέμα, ίσως γιατί ακόμα δεν είχε βγει το γνωστό τραγούδι “Διδυμότειχο Blues”. Μας έδωσαν φύλλο πορείας, να παρουσιαστούμε δέκα μέρες μετά την ορκωμοσία.
Οι γονείς μου είχαν έρθει να παραστούν στην ορκωμοσία και να με γυρίσουν στην Αθήνα. Μόλις έμαθε η μητέρα μου για την μετάθεσή μου τρομοκρατήθηκε. Ξεκίνησε αμέσως να πρήζει τον πατέρα μου να την αφήσει να βάλει μέσο, προκειμένου να την αλλάξει. Εκείνος ήταν ανένδοτος. Η μάνα μου επέμενε κλαίγοντας. Παρακαλούσε τον πατέρα μου σαν ζητιάνα. Χρησιμοποίησε ακόμα και το “επιχείρημα”, που πάντα έκανε τον πατέρα μου να υποχωρεί.
- “Αν με αγαπάς και είσαι καλός πατέρας, θα …...”
Τα μάτια του πατέρα μου γύρισαν. Έγινε κόκκινος. Για πρώτη και τελευταία φορά τον άκουσα να μιλάει χυδαία στη μάνα μου.
- “Δεν θα μου κάνεις μάθημα πώς να γίνω καλός πατέρας. Βγάλε τον σκασμό, καριόλα!”
Η μάνα μου έμεινε άφωνη. Εγώ την παρηγορούσα λέγοντάς της ότι θα είμαι εντάξει και ότι δεν θα καταλάβει πότε θα περάσει η Θητεία. Προς τη μέση της διαδρομής, η μάνα μου προσπάθησε ξανά να τουμπάρει τον πατέρα μου, κάνοντάς τον να ντραπεί. Γύρισε προς τα μέρος μου και μου είπε με αναφιλητά:
- “Άκουσες τον πατέρα σου, που τόσο θαυμάζεις, πώς αποκαλεί την μεσήλικη γυναίκα του; Την θεωρεί ανήθικη, επειδή θέλει, ως μάνα, να προστατεύσει το παιδί της. Το βλέπεις σωστό;”
Ο πατέρας μου δεν με άφησε να απαντήσω.
- “Σταμάτα, αλλιώς, μάρτυς μου ο Θεός, γυρνάω το αμάξι και σε πετάω στον Ισθμό!”
Η μάνα μου πέρασε την υπόλοιπη διαδρομή κλαψουρίζοντας και καταναλώνοντας χαρτομάντιλα...
Μέχρι να παρουσιαστώ στο 512 ΜΤΠ, έμεινα με τους γονείς μου, στο πατρικό μου σπίτι. Το κλίμα ήταν λίγο βαρύ, αλλά όχι τεταμένο. Οι γονείς μου τα ξαναβρήκαν σε δυο-τρεις μέρες. Τα πρωινά, που οι γονείς μου εργάζονταν, πήγαινα προπόνηση στον Πανελλήνιο. Τα μεσημέρια τρώγαμε όλοι μαζί και τα απογεύματα είχα ατέλειωτες συμβουλευτικές συζητήσεις με τον πατέρα μου. Χωρίς υπερβολή, ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τόσο κοντά του συναισθηματικά. Τα βράδια πήγαινα καμιά βόλτα με την Γεωργία ή με κανέναν ξέμπαρκο φίλο.
Είχα σοκαριστεί με το γεγονός ότι ο πατέρας μου είχε αποκαλέσει τη μάνα μου καριόλα. Όμως, αυτό δεν ήταν τίποτα, μπροστά στο σοκ που με περίμενε το τελευταίο βράδυ, πριν φύγω για Διδυμότειχο. Είχα βγει έξω, αλλά γύρισα, σχετικά νωρίς, λίγο μετά τις δέκα. Άνοιξα, όπως πάντα, την εξώπορτα με προσοχή, για να μην ξυπνήσω τους δικούς μου. Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα, όταν άκουσα ξεκάθαρα τους γονείς μου να κάνουν σεξ. Η μάνα μου βόγκαγε και φώναζε δυνατά:
- “Κάνε με πουτάνα σου. Γάμε με, ξέσκισέ μου τη μουνάρα!”
Το παλιό τους κρεββάτι έτριζε. Μου έπεσε το σαγόνι. Δεν είχα ξαναπιάσει τους γονείς μου στα “πράσα”, ούτε είχα ξανακούσει τη μάνα μου να μιλάει έτσι. Ξαναέκλεισα την εξώπορτα, χωρίς θόρυβο και πήγα για ένα ποτό σε ένα μπαράκι της γειτονιάς. Άφησα να περάσει αρκετή ώρα και επέστρεψα στο σπίτι λίγο πριν τα μεσάνυκτα. Κοιμήθηκα ελαφρά, σκεπτόμενος την επόμενη μέρα.
Από όταν επιστρέψαμε από την Κόρινθο, η μάνα μου δεν είχε προσπαθήσει να μεταπείσει τον πατέρα μου για τη χρήση μέσου. Μάλλον το σεξ που του πρόσφερε ήταν η ύστατή της προσπάθεια να του αλλάξει γνώμη. Εννοείται ότι ο γέρος μου δεν μάσησε!
Διαβάζοντας τις προηγούμενες παραγράφους, μάλλον αποκομίσατε την εντύπωση ότι η μάνα μου ήταν πλήρως υποταγμένη στον πατέρα μου. Σίγουρα θα έχετε σχηματίσει την εικόνα ότι υποχωρούσε συστηματικά μπρος στις προσταγές του πάτερ φαμίλια συζύγου της. Όμως, έχετε πέσει εντελώς έξω. Οι γυναίκες, όταν επιθυμούν κάτι, δρουν με σχέδιο, υπομονή και ενδελεχή προγραμματισμό, ιδίως αν πρόκειται για τα παιδιά τους. Αυτό είναι που καθιστά τον ψυχισμό τους ανώτερο.
Η μητέρα μου προσπάθησε να πετύχει άμεσα τον σκοπό της. Όπως απέδειξαν οι εξελίξεις, όταν δεν τα κατάφερε, ξεκίνησε να εργάζεται μεθοδικά και υποχθόνια. Δεν ξέρω ακριβώς τι έκανε. Όμως, είμαι σίγουρος ότι εκμεταλλεύθηκε κάθε τρόπο, από το φιλότιμο και τις τύψεις, μέχρι τις απειλές και το σεξ. Μπορεί να μην κατάφερε να ικανοποιηθεί βραχυπρόθεσμα, ωστόσο μακροπρόθεσμα πέρασε το δικό της. Όπως θα διαβάσετε παρακάτω, από τον Ιούλιο του 1988, με έμμεση παρέμβαση της μητέρας μου, η Θητεία μου έγινε πολύ πιο εύκολη. Επιπλέον, ο μικρότερος αδερφός μου έβγαλε όλη τη Θητεία του ως Σμηνίτης στο ΓΕΑ. Τελικά, λοιπόν, η μάνα μου επιβλήθηκε στον πατέρα μου.
Οι γυναίκες είναι πολύ ισχυρά όντα. Συνδυάζουν την ευφυΐα με την πονηριά και την θέληση με την επιμονή. Μπορεί ορισμένες φορές να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους συναισθηματικά, αλλά τις υλοποιούν πάντοτε αποφασιστικά, μεθοδικά και αποτελεσματικά. Δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο και να αξιοποιήσουν οποιοδήποτε ευκαιρία τους παρουσιαστεί. Όποτε θέλετε να πετύχετε κάτι, πάρτε ως σύμμαχο μια γυναίκα. Οι πιθανότητες επιτυχίας θα αυξηθούν σημαντικά.
Την επομένη της αποφράδας μέρας, που τσάκωσα τους γονείς μου να κάνουν σεξ, ξύπνησα αξημέρωτα. Φόρτωσα τον Ντ’ Αρτανιάν και ξεκίνησα για Διδυμότειχο, με ενδιάμεση διανυκτέρευση στη Αλεξανδρούπολη. Στο ύψος της Λάρισας πήρα μαζί μου και τον Φώτη, έναν άλλο φαντάρο, που γνώρισα στην Κόρινθο και είχαμε πάρει την ίδια μετάθεση. Φτάσαμε στο στρατόπεδο “Χατζηπεντή”, στο Κουφόβουνο και παρουσιαστήκαμε στον Αξιωματικό Φυλακής. Μας βάλανε σε λόχους και μπήκαμε στο πρόγραμμα του στρατοπέδου. Παρέμεινα εκεί, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 1989, που απολύθηκα.
Δεν θα σας κουράσω με ιστορίες μου από το στράτευμα. Σίγουρα οι άνδρες έχετε βιώσει τις δικές σας και όλοι έχετε ακούσει πολλές. Θα πω μόνο ότι θυμάμαι τη Θητεία μου με όμορφες αναμνήσεις. Οι συνθήκες στο Κουφόβουνο ήταν πολύ δύσκολες. Το χειμώνα έκανε φοβερό κρύο, το καλοκαίρι είχε ζέστη. Το στρατόπεδο και ο εξοπλισμός του ήταν σε μέτρια κατάσταση και οι υποχρεώσεις πολλές. Το Διδυμότειχο, αν και πανέμορφο, δεν πρόσφερε πολλές ευκαιρίες για διασκέδαση. Οι κάτοικοι, ωστόσο, ήταν φιλόξενοι και ζεστοί. Οι φαντάροι αναπτύξαμε φιλίες και συνεργαστήκαμε για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις. Δεν μετάνιωσα καθόλου που υπηρέτησα τη Θητεία μου στο Διδυμότειχο. Η πόλη δεν αξίζει τον χαρακτηρισμό “τρύπα στη γεωγραφία” και η Θητεία εκεί κάθε άλλο παρά παράλογη είναι.
Τελικά, η Θητεία είναι τόσο καλή, όσο οι προθέσεις και η διάθεση του Στρατεύσιμου. Αν ο Στρατεύσιμος παρουσιαστεί με θετική, ή έστω ουδέτερη, διάθεση και πρόθεση να υπηρετήσει χωρίς προβλήματα, θα περάσει καλά. Βέβαια, η Θητεία δεν είναι ταξίδι αναψυχής. Η κούραση είναι πάντα παρούσα και η βόλεψη σπάνια. Υπάρχει πρόγραμμα που πρέπει να τηρείται, κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται και υποχρεώσεις που πρέπει να ικανοποιούνται. Όμως, η Θητεία δεν είναι ούτε κόλαση, ούτε καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα. Σήμερα, μάλιστα, είναι και πολύ σύντομη. Δεν υπάρχει λόγος ο στρατεύσιμος να την βλέπει ως πάρεργο.
Προσωπικά, έμαθα πολλά πρακτικά πράγματα στο Στρατό. Όταν απολύθηκα ήξερα να διεκπεραιώνω αρκετές εύκολες εργασίες τεχνικής φύσεως, από ηλεκτρολογικά και υδραυλικά, μέχρι βάψιμο. Μπορούσα πχ να αλλάξω μια βρύση, να επισκευάσω ένα καζανάκι που τρέχει και να διορθώνω πρίζες ή ντουί ηλεκτρικών συσκευών. Αυτά τα απλά πράγματα μου φάνηκαν χρήσιμα σε όλη μου τη ζωή. Ακόμα, ο Στρατός ήταν ο πρώτος μεγάλος οργανισμός όπου εξάσκησα το πτυχίο μου, ως βοηθός στο 4ο Γραφείο. Μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω τον τρόπο διαχείρισης των οικονομικών, που εφαρμόζει το στράτευμα και να καταλάβω τη φιλοσοφία του. Αυτό αποτέλεσε σημαντικό εφόδιο για την επαγγελματική μου πορεία. Όσο για τις φιλίες και τις γνωριμίες που απέκτησα, έχω να πω ότι επηρέασαν θετικά την προσωπικότητά μου.
Ο Στρατός δεν είναι μόνο υποχρέωση, είναι και ευκαιρία. Συμβουλεύω τους νέους να ενστερνιστούν και τους γονείς να εμφυσήσουν στα παιδιά τους την νοοτροπία αυτή. Έτσι, η Θητεία, σε οποιοδήποτε σώμα και μέρος, θα περάσει ομαλά και παραγωγικά.
Ήταν αρχές Ιουλίου του 1988. Είχα ολοκληρώσει την πρωινή εκπαίδευση και βρισκόμουν σε καθήκον στο 4ο Γραφείο. Μου είχαν αναθέσει να συμπληρώσω τις καταστάσεις μισθοδοσίας, ώστε να υποβληθούν στην 16η Μεραρχία προς εκκαθάριση. Τότε οι μισθοί δεν κατατίθεντο σε λογαριασμούς τραπεζών, πληρώνονταν σε μετρητά, με βάση τις καταστάσεις μισθοδοσίας. Ήμουν συγκεντρωμένος στους πίνακες για να μην κάνω κανένα λάθος. Η άξεστη φωνή του Aρχιλοχία φροντιστή χρηματικού διέκοψε τις σκέψεις μου.
- “Τσακίσου πάραυτα τροχάδην στο γραφείο του Διοικητού. Σε θέλει.”
Με ζώσανε τα φίδια. Δεν ήταν καλό σημάδι να σε ζητάει ο ίδιος ο Διοικητής στο γραφείο του. Έσβησα το τσιγάρο μου (δυστυχώς στον Στρατό ξεκίνησα το κάπνισμα) και έφυγα τρέχοντας για το Διοικητήριο.
Φτάνοντας έξω από το γραφείο του Διοικητή, ο γραμματέας μου έκανε νόημα να περάσω κατευθείαν μέσα. Χτύπησα την πόρτα και, μόλις άκουσα το “Εμπρός”, μπήκα στο γραφείο, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Τράβηξα μια δυνατή προσοχή και αναφέρθηκα με τη φωνή μου στη διαπασών:
- “Ευπειθώς αναφέρω Στρατιώτης Τυφεκιοφόρος Τάδε Κωνσταντίνος του Τάδε, 512 Τάγμα Πεζικού. Διατάάάάάάάξτε!”
Ο Διοικητής μου έκανε νόημα να πάρω στάση ανάπαυσης. Ολοκλήρωσε την διόρθωση ενός εγγράφου που είχε μπροστά του, σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε χαμογελαστός.
- “Μαθαίνω τα καλύτερα για σένα, από όλους τους υπαξιωματικούς και τους αξιωματικούς. Είσαι πρόθυμος, υπάκουος, υπεύθυνος. Ένας από τους καλύτερους στρατιώτες του τάγματος.”
- “Σας ευχαριστώ, κ. Διοικητά. Απλώς κάνω το καθήκον μου.”
- “Το έχω διαπιστώσει. Σε φώναξα επειδή με πήρε τηλέφωνο ο Μέραρχος από το Διδυμότειχο. Ενδιαφέρθηκε για σένα. Αν θέλεις, το Σεπτέμβριο, μπορείς να πάρεις μετάθεση για Αλεξανδρούπολη. Αργότερα, ίσως μετατεθείς και στην Αθήνα. Πώς σου φαίνεται;”
Έμεινα άναυδος. Δεν είχα ιδέα πώς και γιατί ενδιαφέρθηκε ο Μέραρχος. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω ότι είχε βάλει το χέρι της η μάνα μου. Σκέφτηκα αμέσως ότι ο πατέρας μου θα γινόταν θηρίο. Ήταν πολύ οξύνους. Δεν θα πίστευε το παραμύθι ότι ένας Μέραρχος ξύπνησε μια μέρα και θέλησε να με μεταθέσει, επειδή είχε ακούσει καλά λόγια για μένα. Είχα προσαρμοστεί στο Κουφόβουνο και, παρά τις δυσκολίες, δεν ήθελα να στεναχωρήσω τον πατέρα μου. Εξάλλου, είχε περάσει ήδη το ένα τρίτο της Θητείας μου.
- “Εκτιμώ την πρόταση, κ. Διοικητά. Ωστόσο, για προσωπικούς λόγους δεν επιθυμώ να μετατεθώ από το 512.”
Ο Διοικητής πήρε ένα ύφος ανάμεικτο από έκπληξη, χαρά και θαυμασμό.
- “Καλώς παιδί μου, θα ενημερώσω τον Μέραρχο. Ελεύθερος.”
Πήρα πάλι στάση προσοχής και αποχώρησα από το γραφείο του Διοικητή, βαδίζοντας όπισθεν, κατά τα προβλεπόμενα
Το ίδιο απόγευμα πήρα τηλέφωνο σπίτι μου. Μίλησα πρώτα στον πατέρα μου και μετά στην μάνα μου. Την ενημέρωσα για την πρόταση του Διοικητή και της είπα ότι την απέρριψα. Την διαβεβαίωσα ότι ήμουν καλά στο Διδυμότειχο και της ζήτησα να μην επέμβει ξανά, γιατί θα εκνευριζόταν ο πατέρας.
- “Θα είσαι πάντα στη σκέψη μου, εύχομαι να είσαι καλά και να περάσεις την καλύτερη Θητεία στο Διδυμότειχο.”
Η μάνα μου συνθηματικά έλεγε ότι δεν θα επέμενε για μετάθεση. Όμως, θα φρόντιζε η Θητεία μου στο Διδυμότειχο να γίνει όσο πιο ασφαλής και ευχάριστη γινόταν.
- “Μάνα, σου είπα είμαι εντάξει. Μην κάνεις κάτι, που θα στεναχωρήσει τον πατέρα μου. Δεν αξίζει.”
- “Μην ανησυχείς, ο πατέρας σου είναι καλά, τον προσέχω...”
Δεν είχε νόημα να συνεχίσω. Η μάνα μου είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις και είχε κάνει τα σχέδια της. Την καληνύχτισα και πήγα να ξεκουραστώ. Είχα βραδινή περίπολο και έπρεπε να πάρω δυνάμεις.
Από την επόμενη μέρα, η Θητεία μου έγινε πολύ ευκολότερη. Μου ανέθεταν τις πιο ελαφριές αγγαρείες, τις καλύτερες σκοπιές και τα ευκολότερα περίπολα. Αρκετοί αξιωματικοί φυλακής μου έδιναν ολιγόωρη άδεια εξόδου, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Οι διμοιρίτες ήταν πολύ πιο ευγενικοί μαζί μου. Ακόμα και ο άξεστος φροντιστής χρηματικού μεταμορφώθηκε από δερβέναγας σε συνεργάτη. Η μάνα μου κινούσε τα γρανάζια από τετρακόσια πενήντα χιλιόμετρα απόσταση!
Ωστόσο, δεν εκμεταλλεύτηκα τις καταστάσεις. Πάντα βοηθούσα τους άλλους στις αγγαρείες, ακόμα και αν είχα τελειώσει τη δική μου. Αντικαθιστούσα στις περιπόλους όποιον ήταν φανερά κουρασμένος ή του τύχαινε κάτι έκτακτο. Και στο 4ο Γραφείο, όποτε είχα καθήκον, διεκπεραίωνα κάθε έγγραφο που μου ανέθεταν, όσο καλύτερα μπορούσα. Όλοι, από τον νεώτερο φαντάρο, μέχρι τον Διοικητή με σέβονταν και με εκτιμούσαν.
Μια μέρα, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1988, ο Υποδιοικητής με κάλεσε στο γραφείο του. Μου ανακοίνωσε ότι το Υπουργείο είχε δώσει πολιτική γραμμή στο στράτευμα, να υποστηρίζει με μέσα και προσωπικό τις τοπικές κοινωνίες. Ένα σημαντικό μέρος της δύναμης του τάγματος, αλλά και της 16ης μεραρχίας, είχε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, διατεθεί στην υπηρεσία της τοπικής κοινωνίας.
Όταν τέλειωσε, ο Υποδιοικητής με κοίταξε διερευνητικά. Όσα είχε πει ίσχυαν, αλλά τι σχέση είχα εγώ σε προσωπικό επίπεδο; Κατάλαβα τα λεγόμενά του ήταν προκάλυμμα για κάτι διαφορετικό. Αποφάσισα να κάνω τον χαζό.
- “Εξαιρετική πρωτοβουλία, κε Υποδιοικητά. Αν νομίζετε ότι μπορώ να βοηθήσω, διατάξτε”
Ο Υποδιοικητής χαμογέλασε συνωμοτικά.
- “Εσένα σε θέλω για κάτι άλλο. Ένας Στρατηγός από το ΓΕΣ έχει εδώ έναν ξάδερφο, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης μιας βιοτεχνίας ενδυμάτων. Ο ξάδερφος χρειάζεται έναν υπάλληλο λογιστηρίου. Με πρόφαση την πολιτική γραμμή της υποστήριξης των τοπικών κοινωνιών, θα πας να δουλέψεις στην βιοτεχνία. Θα σου δίνει και μέρος να μένεις και χαρτζιλίκι. Τι λες;”
Προφανώς, ο ξάδερφος του Στρατηγού ήθελε να γλιτώσει χρήματα, εκμεταλλευόμενος το Στράτευμα. Απαράδεκτο. Ήμουν έτοιμος να αρνηθώ, αλλά μου ήρθε στο μυαλό η συμβουλή του πατέρα μου: Μην αρνηθείς οποιαδήποτε εξυπηρέτηση σε μόνιμο αξιωματικό, θα το βρεις μπροστά σου. Κοίταξα τον Υποδιοικητή με σοβαρό ύφος.
- “Μπορείτε να βασιστείτε πάνω μου. Θα κάνω ότι με διατάξετε.”
Ο Υποδιοικητής μου έκλεισε το μάτι.
- “Ο Στρατηγός θα εκτιμήσει σίγουρα την προθυμία σου. Αύριο το πρωί θα πας στη βιοτεχνία για ενημέρωση. Ελεύθερος.”
Πήγα να αποχωρήσω, αλλά ο Υποδιοικητής με σταμάτησε.
- “Α, μην το ξεχάσω, ο Μέραρχος στέλνει χαιρετίσματα στη μητέρα σου. Πάρε και αυτό το χαρτί με τη διεύθυνση της βιοτεχνίας. Καλή συνέχεια.”
Ο Υποδιοικητής μου έχωσε στο χέρι ένα χαρτί. Το πήρα και έφυγα από το γραφείο του. Η μάνα μου είχε κάνει το θαύμα της...
Το επόμενο πρωί φόρεσα τα πολιτικά μου, μπήκα στον Ντ’ Αρτανιάν και πήγα στην βιοτεχνία. Βρισκόταν στην αρχή της εθνικής οδού Διδυμότειχου – Ορεστιάδας. Στεγαζόταν σε ένα παλιό απρόσωπο λευκό κτήριο, αλλά είχε πολύ περιποιημένο προαύλιο. Κοντά στο κτήριο υπήρχε ένας μικρός στίβος, με γηπεδάκι ποδοσφαίρου και μια μπασκέτα. Το εσωτερικό του κτηρίου, σε αντίθεση με το εξωτερικό του, ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένο. Υπήρχαν φωτογραφίες από σημαντικές στιγμές της βιοτεχνίας, αφίσες με πίνακες ζωγραφικής τοπίων του Έβρου και κούκλες ντυμένες με ρούχα της βιοτεχνίας. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με καλής ποιότητας πλακάκια και οι τοίχοι βαμμένοι με ζωντανά χρώματα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι υπάλληλοι και οι εργάτριες φαίνονταν πολύ ευδιάθετοι.
Το γραφείο του Ιδιοκτήτη (το όνομα παραλείπεται για προφανείς λόγους) βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Ήταν πολύ ευρύχωρο, με καλόγουστα έπιπλα και διακριτική διακόσμηση. Έμοιαζε περισσότερο με γραφείο δικηγόρου, παρά με γραφείο βιοτέχνη. Ο Ιδιοκτήτης με δέχτηκε εγκάρδια και μου πρόσφερε καφέ. Ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός, με ψαρά μαλλιά και πράσινα μάτια. Το σώμα του ήταν πολύ καλοδιατηρημένο για την ηλικία του. Φορούσε απλά, αλλά πολύ ταιριαστά ρούχα. Στα νιάτα του πρέπει να ήταν πολύ όμορφος άνδρας. Με ρώτησε για τη Θητεία μου και μου είπε ιστορίες από τη δική του Θητεία στην Ορεστιάδα. Ένιωσα πολύ άνετα μαζί του, είχε ένα σπάνιο κοινωνικό χάρισμα.
Αφού ολοκληρώσαμε τις ιστορίες από τον Στρατό, ήρθε η ώρα να με ενημερώσει για τη δουλειά. Ο Ιδιοκτήτης σηκώθηκε από το γραφείο και ξεκίνησε να με ξεναγεί στην βιοτεχνία.
- “Δεν ξέρω αν έχεις μάθει για μένα, είμαι πολύ κοντά στο προσωπικό μου. Τους γνωρίζω όλους προσωπικά, έχω πάει στα σπίτια τους και τους έχω καλέσει στο δικό μου. Οι συνθήκες εργασίες είναι εξαιρετικές, εφάρμοσα τις αρχές που έμαθα κατά τις σπουδές μου στη Γαλλία. Έχουμε μοντέρνα τραπεζαρία, λουτρά, χώρο αναψυχής, ακόμα και ένα μικρό γυμναστήριο. Είμαστε μια οικογένεια εδώ.”
Καθώς περιδιαβαίναμε τους διαδρόμους διαπίστωσα ότι όσα μου έλεγε ήταν απολύτως ακριβή. Επρόκειτο κυριολεκτικά για μια πρωτοποριακή επιχείρηση της εποχής, ίσως πιο πρωτοποριακή και από την πλειοψηφία των σημερινών επιχειρήσεων.
Όταν φτάσαμε στο ισόγειο, ο Ιδιοκτήτης έβγαλε ένα μπρελόκ με τρία κλειδιά και ξεκλείδωσε μια πόρτα. Επρόκειτο για ένα δωμάτιο που έμοιαζε με γκαρσονιέρα. Διέθετε ένα μεγάλο κρεβάτι, σαλονάκι με τραπεζάκι, πολυθρόνες και διθέσιο καναπεδάκι, τουαλέτα με ντουζ και μια κουζινίτσα με ένα μικρό ψυγείο. Ήταν πλήρως εξοπλισμένο με συσκευές, από θερμάστρα και τοστιέρα, μέχρι τηλεόραση και μίνι στερεοφωνικό. Έλαμπε στην καθαριότητα.
- “Εδώ θα μένεις. Το δωμάτιο φτιάχτηκε για τον νυκτοφύλακα, αλλά ποτέ δεν προσλάβαμε άτομο για τη θέση. Πάρε τα κλειδιά. Έλα να πάμε τώρα να δεις που θα δουλεύεις.”
Μεγάλη χλιδή! Ένας χώρος δικός μου. Έτριβα τα μάτια μου. Κλείδωσα την πόρτα και ακολούθησα τον Ιδιοκτήτη στο λογιστήριο.
Το λογιστήριο αποτελούνταν από δυο ξεχωριστά γραφεία, το ένα απέναντι από το άλλο. Ο Ιδιοκτήτης με κατεύθυνε προς το αριστερό, του οποίου η πόρτα ήταν κλειστή. Ο Ιδιοκτήτης την άνοιξε και μπήκαμε μέσα.
- “Εγώ ασχολούμαι με τα πάντα, εκτός από τα λογιστικά. Αυτά τα έχει αναλάβει η γυναίκα μου. Εδώ είναι το γραφείο της. Η δουλειά σου θα είναι να κάνεις ότι σου πει. Και όταν λέω ότι σου πει, το εννοώ κυριολεκτικά. Από δουλειά γραφείου, μέχρι χειρονακτική εργασία και όχι μόνο. Σήμερα δεν είναι εδώ, θα τη γνωρίσεις αύριο.”
Βγήκαμε από το γραφείο της συζύγου του Ιδιοκτήτη και μπήκαμε στο ακριβώς απέναντι. Ήταν πολύ ευρύχωρο, χωρούσαν άνετα τέσσερεις υπάλληλοι, όμως εκείνη τη στιγμή υπήρχαν μόνο δυο. Μόλις είδαν τον Ιδιοκτήτη σηκώθηκαν και τον χαιρέτισαν φιλικά. Του μιλούσαν μεν στον πληθυντικό, αλλά ήταν πολύ άνετοι και εγκάρδιοι μαζί του. Ο Ιδιοκτήτης έκανε τις συστάσεις χαμογελαστός, μίλησε για λίγο με τους υπαλλήλους σε χαλαρό στυλ και με οδήγησε προς την έξοδο.
Όταν βγήκαμε έξω από το κτήριο, ο Ιδιοκτήτης μου πρότεινε να περπατήσουμε στο προαύλιο για να μου μιλήσει για τους όρους συνεργασίας.
- “Μάλλον πιστεύεις ότι εκμεταλλεύομαι τον ξάδερφό μου για να αποφύγω να προσλάβω μόνιμο υπάλληλο.”
Ο Ιδιοκτήτης είχε δίκιο, ωστόσο αποφάσισα να μην το παραδεχτώ.
- “Όχι, σας διαβεβαιώνω...”
- “Όπως και να έχει, ζήτησα από τον ξάδερφό μου να μου στείλει ένα άτομο με βραχυπρόθεσμη προοπτική, γιατί η θέση δεν μπορεί να είναι μόνιμη. Η γυναίκα μου θέλει εναλλαγές υπαλλήλων στο πόστο. Επιπλέον, η δουλειά είναι απαιτητική. Χρειαζόμουν έναν υπεύθυνο και καταρτισμένο νέο, με καλό παρουσιαστικό και αντοχές, που να μην είναι μόνιμος κάτοικος στα μέρη μας.”
Ο Ιδιοκτήτης μιλούσε αινιγματικά. Τι σχέση έχουν το παρουσιαστικό και οι αντοχές με την εργασία; Γιατί είναι απαραίτητες οι συχνές εναλλαγές στο πόστο, από άτομα εκτός περιοχής; Οι απορίες μου λύθηκαν από τις εξελίξεις. Προς το παρόν, τις κράτησα για μένα και συνέχισα να παρακολουθώ τον Ιδιοκτήτη με προσοχή.
- “Θα σε ενημερώσει λεπτομερώς η γυναίκα μου αύριο. Θα σε δηλώσω κανονικά ως υπάλληλο. Θα παίρνεις τον κατώτερο μισθό εργάτη, αλλά θα έχεις δωρεάν τροφή και στέγη. Θα σου κολλάω και μερικά ένσημα.”
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ο Ιδιοκτήτης συνέχισε με τον ίδιο σοβαρό τόνο.
- “Θα έρχεσαι κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη. Θα εργάζεσαι όσο απαιτηθεί για να ολοκληρώσεις τις εργασίες, που θα σου αναθέτει η γυναίκα μου. Τις υπόλοιπες μέρες θα πηγαίνεις στο στρατόπεδο. Αν σε αφήνουν, μπορείς να κοιμάσαι εδώ κάθε βράδυ.”
Η κατάσταση γινόταν όλο και καλύτερη. Δεν νομίζω κανείς άλλος φαντάρος να είχε την τύχη να του απευθύνουν μια τέτοια αξιόλογη πρόταση.
Ξαφνικά, ο Ιδιοκτήτης σταμάτησε να βαδίζει και με κοίταξε με επιτακτικό βλέμμα.
- “Υπάρχουν, ωστόσο, δυο απαράβατοι όροι που πρέπει να τηρείς. Ο πρώτος είναι ότι δεν αποκαλύπτεις πληροφορίες που αφορούν στη λειτουργία, στο προσωπικό και στα οικονομικά της εταιρείας σε κανέναν. Οτιδήποτε γίνεται στην εταιρεία, μένει στην εταιρεία. Και όταν λέω οτιδήποτε, εννοώ τα πάντα. Από το πιο απλό, μέχρι το πιο σύνθετο. Υπάρχει ακόμα η αφίσα με τα πιθηκάκια ‘Βλέπε, Άκου, Σώπα’ στο στρατόπεδο;”
Έγνεψα καταφατικά. Η αφίσα βρισκόταν κολλημένη σε πολλά σημεία του στρατοπέδου. Αυτή και το κόκκινο αυτοκόλλητο με την προειδοποίηση “Ο Εχθρός Ακούει” στα τηλέφωνα, ίσως είναι ότι πιο διαχρονικό στο στράτευμα.
- “Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την εταιρεία, με έμφαση στο ‘Σώπα’. Κατανοητό, Κώστα;”
- “Βέβαια, κύριε Διευθυντά, απολύτως.”
- “Ο δεύτερος είναι ότι θα αποδίδεις. Όσο δουλεύεις στην βιοτεχνία, είσαι υποχρεωμένος να διεκπεραιώνεις ότι σου αναθέτει η γυναίκα μου πρόθυμα και αποτελεσματικά. Σύμφωνοι; ”
Κανείς δεν θα διαφωνούσε με τόσο λογικούς όρους.
- “Φυσικά, σας υπόσχομαι ότι θα δώσω το καλύτερό μου εαυτό.”
- “Είμαι σίγουρος, ο Υποδιοικητής μου είπε ότι στέλνει τον καλύτερο στρατιώτη που έχει. Σε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που μπήκες στο γραφείο. Κάτι μου λέει ότι είσαι αυτό που ψάχνω. Καλή αρχή, αν με χρειαστείς κλείσε ραντεβού με τη γραμματέα μου.”
- “Σας ευχαριστώ πολύ, εκτιμώ ιδιαίτερα την προσφορά σας.”
Ο Ιδιοκτήτης μου έσφιξε το χέρι και επέστρεψε στο κτήριο της βιοτεχνίας. Η συνάντηση και η ξενάγηση είχε τελειώσει. Οι προοπτικές που μου ανοίγονταν ήταν εξαιρετικές.
Η Θητεία στον Έβρο δεν παρέχει ουσιαστικές προοπτικές για σεξουαλικές εμπειρίες. Ειδικά το Διδυμότειχο, την εποχή που υπηρετούσα, ήταν μια μικρή πόλη με 8.500 πληθυσμό. Οι κάτοικοι ήταν μεν ανοιχτόκαρδοι, αλλά και πολύ συντηρητικοί αναφορικά με τις σχέσεις των δυο φύλων. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποια ντόπια να δημιουργήσει σχέση με φαντάρους. Έτσι, ως φαντάροι, είχαμε δυο μόνο εναλλακτικές για να ανακουφιστούμε σεξουαλικά. Η πρώτη ήταν ο πατροπαράδοτος τρόπος. Η δεύτερη ήταν να μεταβούμε κάποιο Σαββατοκύριακο στην Ορεστιάδα ή στην Αλεξανδρούπολη, όπου υπήρχαν μερικές αδήλωτες πόρνες. Προσωπικά, είχα επιλέξει την πρώτη εναλλακτική και περίμενα τις άδειες για να κατέβω Αθήνα και να συνευρεθώ με τη Γεωργία. Το είχα πάρει απόφαση ότι σταθερή ερωτική σχέση δεν επρόκειτο να αποκτήσω κατά τη διάρκεια της Θητείας μου. Ωστόσο, αραιά και που, συμβαίνουν και θαύματα...
Γυρίζοντας στο στρατόπεδο, ενημέρωσα τον Υποδιοικητή και πέρασα την υπόλοιπη μέρα σε αγγαρείες και σκοπιές. Την επόμενη, μετά το προσκλητήριο, πήγα στο λογιστήριο της βιοτεχνίας για να ξεκινήσω δουλειά. Είχα πολύ τρακ γιατί δεν είχα ξαναδουλέψει σε κανονική εταιρεία. Τα λογιστικά του ψιλικατζίδικου και του μπαρ ήταν τίποτα. Ευτυχώς, οι δυο υπάλληλοι, που είχα γνωρίσει την προηγούμενη μέρα, με έκαναν να νιώσω καλύτερα. Με καλημέρισαν, μου πρόσφεραν καφέ και με καθησύχασαν ότι όλα θα πάνε καλά.
Λίγο πριν τις οκτώμισι, οι υπάλληλοι σηκώθηκαν, πήραν τα σημειωματάρια τους και μου είπαν να τους ακολουθήσω για την πρωινή συνάντηση με την Προϊσταμένη (το όνομα παραλείπεται για προφανείς λόγους). Μας περίμενε στο γραφείο της, καθισμένη στην κορυφή ενός μεγάλου τραπεζιού. Μπροστά της είχε απλωμένους αρκετούς φακέλους και βιβλία. Η Προϊσταμένη ήταν γύρω στα σαρανταπέντε, πολύ περιποιημένη και αρχοντική στην όψη. Επρόκειτο για μια γοητευτική γυναίκα με επιτηδευμένο παράστημα. Εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει ήταν το ύψος της, που ήταν μεγαλύτερο και από του άνδρα της. Διέθετε ένα αρκετά κομψό σώμα, με καμπύλες και σχετικά πλούσιο στήθος. Το πρόσωπό ήταν συμπαθές και δεν πρόδιδε την ηλικία της. Μου έκανε πολύ θετική εντύπωση.
Όταν μπήκα στο γραφείο, η Προϊσταμένη με κοίταξε εξεταστικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μου έριξε ένα βλέμμα ικανοποίησης. Κατόπιν, μας υποδέχτηκε και μας είπε να καθίσουμε. Οι υπάλληλοι άρχισαν να ενημερώνουν την Προϊσταμένη για τις υποθέσεις τους. Εκείνη τους άκουγε και που και που τους έκανε διάφορες ερωτήσεις ή έδινε οδηγίες. Το κλίμα της συνάντησης ήταν χαλαρό. Έμοιαζε περισσότερο σαν συντονιστική συζήτηση συνεργατών, παρά σαν επίσημη ενημέρωση προϊσταμένου. Στο τέλος, η Προϊσταμένη μοίρασε στον καθένα από ένα φύλλο χαρτί με τις εργασίες της ημέρες, τους ευχήθηκε καλή δύναμη και τους ξεπροβόδισε. Εμένα μου ζήτησε να παραμείνω στο γραφείο της.
Όταν μείναμε μόνοι, η Προϊσταμένη σηκώθηκε από το τραπέζι και κάθισε στο γραφείο της. Μου πρόσφερε μια πολυθρόνα και ξεκίνησε να με ρωτάει διάφορα πράγματα για μένα. Την ενδιέφεραν πολύ οι σπουδές μου, τα μαθήματα που μου άρεσαν, οι πρακτικές μου γνώσεις και η προϋπηρεσία μου. Άκουγε με ενδιαφέρον τις απαντήσεις μου, κουνώντας ενθαρρυντικά το κεφάλι της. Παρά το επιβλητικό παρουσιαστικό της, ήταν προσιτή και διέθετε καλή αίσθηση χιούμορ. Όταν της είπα ότι είχα δουλέψει σε μπαρ, γέλασε με νόημα και μου είπε:
- “Α, τέλεια. Μέσα στα καθήκοντά σου θα είναι να φτιάχνεις και μαργαρίτες. Εδώ, τις κάνουν απαίσιες.”
- “Ξέρετε, δούλευα πορτιέρης. Αλλά μαργαρίτες μου έμαθαν.”
- “Τέλεια, θα τις δοκιμάσω σύντομα!”
Κατόπιν, η Προϊσταμένη σοβάρεψε.
- “Φαίνεσαι ώριμο παιδί, νομίζω ότι θα τα πάμε καλά. Το κύριο καθήκον σου θα είναι η μισθοδοσία. Ο κ. Πέτρου (όνομα παραφρασμένο για λόγους ανωνυμίας) θα σου μάθει τα πάντα, είναι μεγάλος δάσκαλος. Θέλω, μέχρι το τέλος του έτους, να την αναλάβεις εξ’ ολοκλήρου. Σαν δευτερεύον καθήκον, θα βοηθάς τον κ. Πέτρου στα βιβλία. Θα είναι μεγάλο σχολείο για σένα. Επίσης, θα κάνεις εξωτερικές δουλειές στην πόλη. ΙΚΑ, εφορείες, πρακτορεία, τράπεζες. Για τα υπόλοιπα καθήκοντά σου, θα μιλήσουμε εν καιρώ. Είσαι εντάξει με όσα είπα;”
- “Κανένα πρόβλημα, κα Προϊσταμένη. Θα προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να ανταποκριθώ.”
- “Πολύ ωραία. Αν με χρειαστείς, είμαι πάντα διαθέσιμη. Καλή αρχή.”
Ευχαρίστησα την Προϊσταμένη και πήγα στο γραφείο μου.
Η Προϊσταμένη χαρακτήρισε τον κ. Πέτρου δάσκαλο στο επάγγελμα. Έκανε μεγάλο λάθος. Ο κ. Πέτρου ήταν τουλάχιστον καθηγητής πανεπιστημίου, ένας γκουρού, στα λογιστικά και στα οικονομικά γενικότερα. Ήξερε απ’ έξω κάθε άρθρο της ισχύουσας νομοθεσία, κάθε εγκύκλιο και κάθε οδηγία. Γνώριζε όλα τα μυστικά της αγοράς και τα τερτίπια των εμπόρων. Διέθετε μια αξιοζήλευτη μνήμη και μια μοναδική μεταδοτικότητα. Με μετέτρεψε από έναν άσχετο περί την αγορά απόφοιτο πανεπιστημίου σε έναν ικανό οικονομικό σύμβουλο. Δεν μου έμαθε μόνο περί λογιστικής. Μου άνοιξε τα μάτια και σε θέματα εφοδιασμού, προγραμματισμού παραγγελιών, δανεισμού, διοίκησης επιχειρήσεων και πολλά άλλα.
Ο κ. Πέτρος μου πρόσφερε τις γνώσεις και την εμπειρία του γενναιόδωρα. Δεν κρατούσε μυστικά της δουλειάς, ούτε με άφηνε να εκτεθώ, για να φαίνεται “άξιος” στα μάτια της Προϊσταμένης. Μου έλεγε τα πάντα και εγώ ρούφαγα αχόρταγα. Μου έδινε να μελετάω νόμους, άρθρα και εγκυκλίους και μετά μου εξηγούσε τον κρυφό σκοπό πίσω τους. Μου έμαθε όλα τα λογιστικά κόλπα και τους άλλους τρόπους να κρύβεις εισόδημα. Μου έδειξε πώς να προσεγγίζω εφοριακούς, προμηθευτές και πελάτες για να επιτυγχάνω τους σκοπούς της εταιρείας. Η μετέπειτα επαγγελματική επιτυχία μου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθοδήγησή του. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε αποφοιτήσει από πανεπιστήμιο, αλλά μια δευτεροκλασάτη σχολή λογιστικής.
Ο τρόπος που με βοήθησε ο κ. Πέτρου αποτέλεσε για μένα πρότυπο. Τον εφάρμοσα, όχι μόνο στους νέους υπαλλήλους, όλων των εταιρειών όπου εργάστηκα, αλλά και κατά την προετοιμασία του γιου μου, να με διαδεχτεί στην εταιρεία μου. Η συνεργασία μαζί του ήταν πιο πολύτιμη και από το καλύτερο μεταπτυχιακό. Γι’ αυτό και τον ευγνωμονώ μέχρι σήμερα.
Με την καθοδήγηση του κ. Πέτρου προσαρμόστηκα πολύ γρήγορα στην εταιρεία. Σταδιακά, γνωρίστηκα με πολλά στελέχη και εργάτες της, καθώς και με αρκετούς υπαλλήλους διαφόρων υπηρεσιών και εμπορικών επιχειρήσεων στο Διδυμότειχο. Η Θητεία μου έπαψε να μοιάζει με Θητεία. Τρεις μέρες ή τέσσερεις μέρες, αν δεν είχα υπηρεσία την Κυριακή, την εβδομάδα τις περνούσα στην βιοτεχνία. Κοιμόμουν στο άνετο και ζεστό μου δωμάτιο και έτρωγα σπιτικό φαγητό που μου έφερναν οι εργάτες. Τις υπόλοιπες μέρες έμενα στο στρατόπεδο και συμμετείχα σε όλες τις δραστηριότητες, τα καθήκοντα και τις αγγαρείες που μου ανέθεταν. Είχα το χαρτζιλίκι μου και δέκα πλήρη ένσημα το μήνα. Ονειρική κατάσταση, η οποία θα γινόταν ακόμα καλύτερη...
Μια μέρα, περί τα μέσα του Δεκεμβρίου 1988, η Προϊσταμένη μου ζήτησε να μείνω στο γραφείο της, μετά την πρωινή ενημέρωση. Όταν βρεθήκαμε μόνοι, με πλησίασε, μου χτύπησε την πλάτη και με συγχάρηκε για την απόδοσή μου. Την ευχαρίστησα, διαβεβαιώνοντάς την ότι εκτιμώ την ευκαιρία που μου πρόσφερε η εταιρεία.
- “Κώστα, εμείς σε ευχαριστούμε για όλα. Ωστόσο, έχω ένα παράπονο από σένα…”
Ανησύχησα, φοβήθηκα ότι είχα κάνει κάποιο λάθος στις μισθοδοσίες.
- “Πείτε μου κα Προϊσταμένη και θα το διορθώσω.”
- “Δεν μου έφτιαξες ποτέ τις μαργαρίτες που μου είχες υποσχεθεί...”
Ανακουφίστηκα. Πήρα μια ανάσα και της χαμογέλασα ευγενικά και πρόθυμα.
- “Όποτε θέλετε, με μεγάλη χαρά να σας φτιάξω όσες θέλετε!”
- “Ωραία! Σήμερα θα μείνεις εδώ;”
- “Μάλιστα.”
- “Θα περάσω γύρω στις δέκα το βράδυ. Βάλε όλη σου την τέχνη.”
- “Βεβαίως, οι μαργαρίτες μου θα σας αρέσουν πολύ!”
Χαιρέτισα την Προϊσταμένη και ξεκίνησα να διευθετώ τις εργασίες της ημέρας.
Μόλις σχόλασα, πήρα το αυτοκίνητο και κατέβηκα στην Ορεστιάδα. Χρειαζόμουν λάιμ, που τότε ήταν δυσεύρετα, ειδικά στην επαρχία. Κατάφερα, αφού έψαξα παντού για κανένα δίωρο, να βρω μόνο πέντε μέτριας ποιότητας, τα οποία χρυσοπλήρωσα. Επειδή δεν θα μου έφταναν αγόρασα και λεμόνια. Ευτυχώς, τα λεμόνια ήταν εξαιρετικά, όπως όλα τα Ελληνικά εσπεριδοειδή, πριν την μαζικοποίηση της παραγωγής. Στα ποτά και στα υπόλοιπα ψώνια, η κατάσταση ήταν πολύ πιο εύκολη. Βρήκα σχετικά εύκολα τα πάντα, ακόμα και ένα μεταλλικό σέικερ για ποτά.
Το μυστικό για μια ξεχωριστή μαργαρίτα είναι η διαποικίληση των συστατικών της. Τα τυπικά οινοπνευματώδη συστατικά της μαργαρίτας είναι λευκή τεκίλα και λικέρ Tripple Sec. Ο μπάρμαν στο μπαρ που εργαζόμουν, για τους καλούς πελάτες, χρησιμοποιούσε λικέρ Cointreau, αντί για Tripple Sec. Το Cointreau είναι πιο δυνατό από το Tripple Sec, αλλά έχει πολύ καλύτερο άρωμα. Επίσης, έσταζε στο μείγμα λίγο λικέρ Κουμκουάτ και λίγο λικέρ Grand Marnier. Αν ο πελάτης ήταν γυναίκα, αραίωνε το μείγμα με ζαχαρόνερο, ώστε να μην είναι τόσο δυνατό. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια πολύ αρωματική μαργαρίτα, που ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό πελάτη. Θα εφάρμοζα την συνταγή του, όντας σίγουρος ότι η Προϊσταμένη θα εντυπωσιαζόταν.
Όταν τέλειωσα με τα ψώνια, έφαγα σε ένα μαγέρικο και επέστρεψα στην βιοτεχνία. Καθάρισα το δωμάτιο, έκανα ένα μπάνιο και περίμενα την Προϊσταμένη, βλέποντας τηλεόραση. Η Προϊσταμένη ήρθε στην ώρα της. Ήταν ντυμένη με όμορφα ρούχα, σαν να επρόκειτο να βγει για νυκτερινή έξοδο. Φορούσε ένα διακριτικό, αλλά πολύ αισθησιακό, άρωμα και είχε βαφτεί έντεχνα. Δεν θα έλεγα ότι η εμφάνισή της ήταν προκλητική, αλλά σίγουρα δεν θα άφηνε ασυγκίνητο τον μέσο άνδρα. Την καλωσόρισα και κάτσαμε στο σαλονάκι του δωματίου μου. Αφού μιλήσαμε για την δουλειά και το Στρατό, μου ζήτησε να σερβίρω τις μαργαρίτες, σε δυο κολονάτα ποτήρια κοκτέιλ που είχε φέρει μαζί της.
Πήρα τα ποτήρια, πήγα στο κουζινάκι, τα αλάτισα στα χείλη και ξεκίνησα να φτιάχνω τα κοκτέιλ. Η Προϊσταμένη παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Ήμουν έτοιμος να αραιώσω το μείγμα με το ζαχαρόνερο. Η Προϊσταμένη δεν με άφησε.
- “Μη τις νερώσεις, μου αρέσουν δυνατές.”
Χτύπησα το μείγμα στο σέικερ, το σέρβιρα στα ποτήρια και πρόσφερα ένα στην Προϊσταμένη. Όταν δοκίμασε τη μαργαρίτα, μου χαμογέλασε πλατιά.
- “Μμμμμ, χωρίς υπερβολή η καλύτερη που έχω δοκιμάσει. Μπράβο, Κώστα!”
Την ευχαρίστησα και κάθισα κοντά της πίνοντας αργά το ποτό μου. Σε αντίθεση, η Προϊσταμένη έπινε σαν νεροφίδα. Έφτιαξα τρία ακόμα σέικερ, τα οποία ήπιε σχεδόν μόνη της. Όσο έπινε γινόταν όλο και πιο χαλαρή. Διηγούταν αστείες ιστορίες και ανέκδοτα, γελώντας και χαχανίζοντας. Δεν μέθυσε ακριβώς, πράγμα που με εντυπωσίασε, αλλά σίγουρα έφτιαξε κεφάλι.
Κάποια στιγμή ξεκίνησε να μου μιλάει για το γάμο της. Μου είπε ότι ο μεγάλος της γιος είχε φύγει για σπουδές στη Γαλλία, στο ίδιο πανεπιστήμιο που έβγαλαν αυτή και ο σύζυγός της. Η κόρη της έμενε μαζί τους στο σπίτι. Της έκανα πολλές ερωτήσεις για τα παιδιά της, γνωρίζοντας ότι οι μάνες θέλουν πάντα να μιλούν γι’ αυτά. Ενώ απαντούσε πρόθυμα σε ότι ερωτήσεις έκανα για τον γιο της, για την κόρη της έλεγε, με λυπημένο ύφος, γενικότητες. Σκέφτηκα ότι μάλλον δεν τα πήγαιναν καλά και επικεντρώθηκα στο γιο της, ο οποίος κάποτε θα αναλάμβανε την βιοτεχνία. Ήταν πολύ περήφανη για αυτόν και τα επιτεύγματά του. Μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες, αρίστευε στο πανεπιστήμιο και είχε κάνει πρακτική τα καλοκαίρια σε τρεις διάσημες γαλλικές βιομηχανίες ρούχων. Από όσα μου είπε, ο γιος της πρέπει να ήταν πολύ άξιος και τον περίμενε ένα λαμπρό μέλλον.
Μοιραία, η συζήτηση ήρθε στον άνδρα της. Μου ανέφερε ότι η σχέση της είχε μετατραπεί από έρωτα σε βαθιά φιλία. Ζούσαν ευτυχισμένα, αλλά χωρίς πάθος. Ίσως λόγω του ποτού, ήταν πολύ άνετη στις απαντήσεις της. Συχνά έλεγε και πικάντικες λεπτομέρειες, για τις οποίες δεν την είχα ρωτήσει. Όσο μιλούσε ερχόταν όλο και πιο κοντά μου και με ακουμπούσε, άλλοτε δήθεν τυχαία, άλλοτε πιο φανερά, στα χέρια ή στο πόδι.
Ο κολλητός μου ο Δημήτρης είχε πηδήξει πολλές παντρεμένες και μου είχε διηγηθεί τις εμπειρίες του. Η κατάσταση που είχε προκύψει με την Προϊσταμένη ταίριαζε γάντι με αυτές. Δεν ήθελα να την αφήσω να εξελιχθεί. Ξέρω ότι ο μέσος άνδρας, πόσο μάλλον ένας φαντάρος στον Έβρο, θα εκμεταλλευόταν, με το δίκιο του, την ευκαιρία. Εγώ, όμως, ήμουν πολύ καλά βολεμένος στην βιοτεχνία και δεν ήθελα να διακινδυνεύσω την τύχη μου. Προσπάθησα να παγώσω την κατάσταση, αλλά δεν τα κατάφερνα. Μάλιστα, η Προϊσταμένη με κοιτούσε ενοχλημένα, κάθε φορά που το προσπαθούσα. Ήταν φανερό ότι η Προϊσταμένη είχε έρθει με σκοπό να κάνει σεξ και ήταν αποφασισμένη να μην φύγει αν δεν το πετύχει. Απωθούσα ευγενικά, αλλά αποφασιστικά, τις προσπάθειες της.
Το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού τράβηξε αρκετή ώρα. Στην πορεία η Προϊσταμένη εκνευριζόταν ολοένα και περισσότερο. Κάποια στιγμή, δεν άντεξε. Πετάχτηκε όρθια, άδειασε το ποτήρι της και με κοίταξε με το έντονο ύφος της γυναίκας που έχει εισπράξει απόρριψη.
- “Κώστα, τι συμβαίνει; Έχεις κάποιο πρόβλημα;”
Την παρατηρούσα παγωμένος, σκεπτόμενος ότι είχε μεθύσει.
- “Όχι, κάθε άλλο. Περνάω υπέροχα μαζί σας.”
Η Προϊσταμένη με κοίταξε για αρκετή ώρα εξεταστικά. Μετά άρχισε να γελάει δυνατά. Κάθισε δίπλα μου και μου χτύπησε την πλάτη.
- “Δεν έχεις ιδέα, έτσι; Ο σύζυγός μου δεν σου είπε τίποτα...”
Την κοίταξα απορημένος. Πήρε μια ανάσα και συνέχισε.
- “Θα στο πω ντόμπρα. Εκτός από λογιστής, χωρίς να το ξέρεις, προσλήφθηκες και ως εραστής μου.”
Έμεινα κόκκαλο. Σκέφτηκα τη συζήτησή μου με τον Ιδιοκτήτη. Τα λεγόμενά του τώρα έβγαζαν νόημα. Αυτό εννοούσε όταν έλεγε ότι έπρεπε να κάνω ότι μου πει η γυναίκα του. Γι αυτό έψαχνε έναν “νέο με καλό παρουσιαστικό και αντοχές, που να μην είναι ντόπιος”. Προς τούτο και το λογύδριο περί “Βλέπε, Άκου, Σώπα”, με έμφαση στο “Σώπα”...
Η Προϊσταμένη κατάλαβε ότι είχα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Πήγε στο κουζινάκι, πήρε ένα κοντό ποτήρι από το ντουλάπι, του έβαλε τεκίλα και μου το έφερε.
- “Πιες Κώστα, είσαι κάτασπρος. Μην νιώθεις άσκημα. Δεν φταις εσύ. Ο άνδρας μου έπρεπε να είναι απόλυτα σαφής. Μάλλον ντράπηκε. Θα ξεκαθαρίσουμε, όμως, τα πάντα άμεσα. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.”
Ήπια την τεκίλα και ένιωσα λίγο καλύτερα. Η Προϊσταμένη μου χαμογέλασε. Μετά σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου.
- “Δώσε μου κανένα εικοσάλεπτο να φρεσκαριστώ και μετά έλα στο γραφείο μου.”
Κατόπιν, βγήκε έξω αφήνοντάς με μόνο στο δωμάτιο.
Κάθισα λίγο στο καναπεδάκι για να επεξεργαστώ όσα είχαν συμβεί. Μόλις συνήλθα, σηκώθηκα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Στη συνέχεια ντύθηκα και πήγα στο γραφείο της Προϊσταμένης. Χτύπησα την πόρτα διακριτικά και περίμενα. Η Προϊσταμένη μου άνοιξε και με οδήγησε στο τραπέζι συσκέψεων.
- “Ξέρω ότι σε σόκαρα, σου ζητώ συγνώμη. Το μόνο που θέλω είναι να μου πεις, με απόλυτη ειλικρίνεια, αν έχεις πρόβλημα να βρισκόμαστε που και που ερωτικά. Εμένα μου αρέσεις πολύ, θα επιθυμούσα πολύ να περνάμε ποιοτικό χρόνο μαζί. Αλλά, αν εσύ δεν το θες, δεν υπάρχει πρόβλημα. Η θέση σου στο λογιστήριο είναι εξασφαλισμένη, όπως και να έχει.”
Χαμογέλασα εγκάρδια και λίγο αυτάρεσκα. Δεν υπήρχε λόγος να σκεφτώ το θέμα, η απάντηση ήταν προφανής.
- “Δεν πειράζει, παρεξηγήσεις συμβαίνουν. Προσωπικά είμαι γοητευμένος μαζί σας. Με μεγάλη χαρά θα πέρναγα χρόνο κοντά σας, έστω και αν ο σύζυγός σας δεν με προσλάμβανε.”
- “Τέλεια, χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε και συμφωνούμε. Έφτιαξα γαλλικό καφέ, βάλε αν θες και εσύ. Θα περιμένουμε τον άνδρα μου, του είπα να περάσει.”
- “Μήπως θα ήταν καλύτερο να το αποφύγουμε;”
- “Όχι! Επιμένω. Είναι σημαντικό για μένα να είσαι σίγουρος ότι ο άνδρας μου δεν έχει θέμα. Βάλε καφέ, κάνε και τσιγάρο αν θες, αλλά θα ακούσεις τον άνδρα μου.”
Το ύφος της Προϊσταμένης ήταν απόλυτο. Δεν είπα τίποτα παραπάνω. Έβαλα λίγο καφέ και περίμενα μαζί της τον Ιδιοκτήτη, συζητώντας ανούσια.
Ο Ιδιοκτήτης δεν άργησε να φτάσει. Οι δρόμοι της επαρχίας μετά τα μεσάνυκτα ήταν τότε απολύτως έρημοι. Φίλησε στο μάγουλο την Προϊσταμένη και της ζήτησε να του βάλει λίγο κονιάκ. Εκείνη του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. Ο Ιδιοκτήτης με χαιρέτισε και κάθισε στο τραπέζι συσκέψεων απέναντι μου. Όταν η Προϊσταμένη του έφερε το ποτό, ο Ιδιοκτήτης ήπιε μια γουλιά και ξεκίνησε να μου μιλάει.
- “Συγνώμη για την παρεξήγηση, Κώστα. Πίστευα ότι ένας φαντάρος δεν θα μπορούσε να μην υποκύψει στον πειρασμό. Περίμενα ότι θα σύναπτες ερωτική σχέση με την γυναίκα μου, χωρίς τη δική μου παρέμβαση ή συγκατάθεση. Ήμουν, λοιπόν, πολύ έμμεσος στην ενημέρωσή μου. Δεν ήταν αυτό που είχα συμφωνήσει με τη γυναίκα μου.”
Η Προϊσταμένη κουνούσε το κεφάλι της μορφάζοντας νευρικά. Ο Ιδιοκτήτης ήπιε λίγο από το ποτό του και συνέχισε.
- “Ο γάμος μας, εδώ και χρόνια, είναι επιφανειακός. Δεν διαπληκτιζόμαστε και εκτιμούμε ο ένας τον άλλο. Όμως, δεν είμαστε πλέον ερωτευμένοι. Ο λόγος που δεν χωρίζουμε είναι κοινωνικός. Στην επαρχία το διαζύγιο είναι στίγμα. Μένουμε παντρεμένοι, με την συμφωνία ότι ο καθένας μπορεί να έχει διακριτικά τη δική του ερωτική ζωή. Μέχρι τώρα η σύζυγός μου, από επιλογή της, δεν έκανε παράλληλες σχέσεις. Όμως, πριν από δυο μήνες έκρινε ότι της έλειπε το σεξ. Έχει δίκιο, δεν έχουμε συνευρεθεί εδώ και πάνω από τρία χρόνια. Επειδή δεν ήθελε να εκτεθεί στην τοπική κοινωνία, σκεφτήκαμε το κόλπο με τον φαντάρο λογιστή. Αυτή είναι η πλήρης αλήθεια. Και πάλι συγνώμη που δεν ήμουν ειλικρινής.”
Ο Ιδιοκτήτης είχε τελειώσει. Με κοίταξε ένοχα. Τον διαβεβαίωσα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα από την πλευρά μου και ότι θα τηρούσα την υπόσχεση εχεμύθειας που του είχα δώσει. Φάνηκε ανακουφισμένος. Η κατάσταση ήταν κάπως αμήχανη, αλλά τα πάντα ήταν πια γνωστά και αποδεκτά από όλους.
Από εκείνη τη μέρα και μέχρι που απολύθηκα, εκτός από λογιστής, ήμουν και ο επίσημος παράνομος εραστής της Προϊσταμένης. Συναντιόμασταν συνήθως στο δωμάτιό μου ένα ή δυο απογεύματα την εβδομάδα. Μερικές φορές βρισκόμασταν και στο πατρικό της Προϊσταμένης, που βρισκόταν στο Παροδικό (όνομα παραφρασμένο), ένα γραφικό χωριό, καμμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα από την Ορεστιάδα.
Η Προϊσταμένη ήταν πολύ απαιτητική στο σεξ. Δεν σταμάταγε αν δεν είχε τουλάχιστον 4-5 οργασμούς. Για να ανταποκριθώ χρειαζόταν να ολοκληρώσω μέχρι και τρεις φορές, κάνοντας επιπλέον και παρατεταμένο γλειφομούνι. Οι συναντήσεις μας διαρκούσαν πάνω από τέσσερεις ώρες. Της άρεσε να την παίρνω στα τέσσερα, βάζοντας ταυτόχρονα κωλοδάκτυλο, αλλά δεν πρόσφερε πρωκτικό. Από την άλλη, ήταν πολύ γενναιόδωρη στο στοματικό. Κυριολεκτικά με ξετσιμπούκιαζε. Όσο μου τον ρουφούσε, μου μιλούσε ακατάληπτα, μπουκωμένη με την πούτσα μου. Το εύρισκα πολύ ερεθιστικό και της το ανταπέδιδα όσο καλύτερα μπορούσα. Στην αρχή δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ευχαριστημένος από το σεξ με την Προϊσταμένη. Όμως με τον καιρό μου άρεσε και έμαθα να το εκτιμώ. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η ποιότητα της Προϊσταμένης ως συνομιλήτρια. Η μόρφωση, η επαγγελματική της πείρα και η αμεσότητά της ήταν, για την εποχή εκείνη, σπάνια χαρίσματα για μια γυναίκα.
Όπως προανέφερα, η Προϊσταμένη ήταν πολύ ψηλή. Το ύψος της ήταν πάνω από 1 και 85, εννοείται χωρίς τακούνια. Ήταν ψηλότερη από τους περισσότερους άνδρες της εποχής. Το ύψος της, ωστόσο, δεν επηρέαζε τη θηλυκότητά της. Κινιόταν με χάρη και ήταν πολύ παιχνιδιάρα και πλακατζού. Ντυνόταν ελκυστικά και προσεγμένα, χωρίς να είναι προκλητική και ήξερε πώς να τονίζει το πλούσιο στήθος και τις καμπύλες της.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση στην ανατομία της Προϊσταμένης ήταν το μουνί της. Το είχε τεράστιο. Όταν λέω τεράστιο δεν εννοώ μόνο φαρδύ, εννοώ και σε μήκος και σε πλάτος. Η χαράδρα του μουνιού της ξεκινούσε από τη μέση του εφηβαίου και έφτανε σχεδόν μέχρι την κωλότρυπα. Το μήκος της χαράδρας ήταν μεγαλύτερο από μια οριζόντια ανδρική παλάμη. Τα μουνόχειλα ήταν φαρδιά και η κλειτορίδα της πλατιά, εξογκωμένη και πολύ προτεταμένη. Μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει ανάλογο σε μέγεθος μουνί.
Επίσης, όταν έχυνε εκσφενδόνιζε σε μεγάλη απόσταση και παρατεταμένα μια απίστευτη ποσότητα υγρών. Χωρίς υπερβολή, μια φορά που έχυσε, καθώς της έκανα γλειφομούνι, στο πρόσωπό μου, κατάπια μια γεμάτη γουλιά εκχύμωση. Τα σεντόνια, στο τέλος των συναντήσεών μας, ήταν βρεγμένα σαν να είχαν μόλις βγει από πλύσιμο στο χέρι. Καμμιά από τις γυναίκες που έχω συνευρεθεί δεν έχει παράξει περισσότερα υγρά κατά τους οργασμούς της.
Επειδή, πέρα από την Προϊσταμένη, δεν έχω κάνει σεξ με καμμιά γυναίκα με ύψος πάνω από 1 και 75, μου έχει μείνει η απορία: Τα ανατομικά και σεξουαλικά γνωρίσματα που περιέγραψα είναι κοινά σε όλες τις πολύ ψηλές γυναίκες ή αποτελούν ίδιον της Προϊσταμένης; Αν κάποιος αναγνώστης έχει εμπειρία με πολύ ψηλές γυναίκες, θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν μπορούσε να μου επιλύσει την απορία..
.Γενικά, είναι σπάνιο για έναν άνδρα να γνωρίσει μια γυναίκα που να ικανοποιεί τα σεξουαλικά του θέλω. Το να γνωρίσει ένας άνδρας δυο πρόθυμες να τον ικανοποιήσουν γυναίκες, οι οποίες μάλιστα να ταιριάζουν μεταξύ τους, είναι σχεδόν απίθανο. Μοιραία, λοιπόν, το τρίο με δυο γυναίκες (FMF - Female Male Female) είναι ίσως η πιο δύσκολη στην υλοποίηση φαντασίωση.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που στο Διαδίκτυο μπορεί να βρει κανείς πάρα πολλές Ερωτικές Ιστορίες για τρίο με δύο γυναίκες FMF. Ενδεικτικά, αναφέρω την Με Δυο γυναίκες και..." του xstream και την "Δυο γυναίκες κάνουν καυτό δώρο" του erotikes-istories. Εννοείται ότι, πέρα από τις Διηγήσεις Σεξ, υπάρχουν και συναφή ερωτικά κλιπ πορνό, σε ιστοσελίδες όπως το YouPorn, το PornHub ή το xnxx.
Προσωπικά, η εμπειρία του τρίο με δυο γυναίκες FMF πάντα με συνάρπαζε, αλλά δεν το έχω βιώσει μέχρι σήμερα. Οι πιθανότητες να το βιώσω στο μέλλον είναι μηδαμινές, καθόσον, ακόμα και να εύρισκα δυο πρόθυμες προς τούτο γυναίκες, μάλλον δεν θα κατάφερνα, λόγω ηλικίας, να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της φαντασίωσης. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Θητείας μου είχα την τύχη να βιώσω μια εμπειρία, πολύ κοντά στο τρίο FMF, με την Προϊσταμένη και την κόρη της.
Η Θητεία μου στο Διδυμότειχο περνούσε πολύ ευχάριστα και εποικοδομητικά. Η εργασία στην βιοτεχνία τρεις μέρες την εβδομάδα, το δικό μου δωμάτιο και η σχέση μου με την Προϊσταμένη την έκαναν να μοιάζει περισσότερο σαν εργασιακή απασχόληση, παρά ως εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, σιγά-σιγά έγινα “παλιός” και το βάρος των υποχρεώσεων στο στρατόπεδο μετατοπιζόταν, μέρα με τη μέρα, στις “νεότερες” σειρές. Η καθημερινότητά μου ήταν τόσο ελκυστική, που δεν έπαιρνα καν άδειες για Αθήνα. Μάζευα τις μέρες μου για να τις “κολλήσω” στην άδεια απολύσεως και έτσι να φύγω μια και καλή από το Διδυμότειχο.
Κάπου μέσα στον Μάιο του 1989, μετά από μια ερωτική συνάντησή μας, η Προϊσταμένη μου πρότεινε να πάρω μια πενθήμερη άδεια και να την περάσουμε μαζί στη Θεσσαλονίκη. Ήδη υπηρετούσα στη Βόρειο Ελλάδα σχεδόν ενάμισι έτος και δεν είχα καταφέρει να επισκεφτώ τη Συμπρωτεύουσα. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δω την πόλη. Δέχτηκα, λοιπόν, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η παραμονή στη Θεσσαλονίκη με την Προϊσταμένη, είναι η καλύτερη ανάμνησή μου από τη Θητεία. Μείναμε σε μια σουίτα στο Μακεδονία Παλλάς, που θεωρείτο τότε το πιο πολυτελές ξενοδοχείο της πόλης. Τα πρωινά περπατάγαμε στη πόλη, βλέπαμε τα αξιοθέατα και ζούσαμε τον ιδιαίτερο ρυθμό ζωής της Συμπρωτεύουσας. Τα απογεύματα βγαίναμε για καφέ και τα βράδια σε μπαρ ή σε νυκτερινά κέντρα. Στο ενδιάμεσο των εξόδων μας κάναμε σεξ, πολύ σεξ. Η Προϊσταμένη ήταν αχόρταγη. Με έφερνε κυριολεκτικά σε σημείο λιποθυμίας από το πολύ γαμήσι. Ζητούσε τα πάντα και, όταν τα έπαιρνε, ζητούσε και άλλα. Δεν είχα ξανακάνει μέχρι τότε τόσο πολύ σεξ και ούτε έχω ξανακάνει έκτοτε. Ακόμα και οι ερωτικές εξορμήσεις σεξ που οργανώναμε με την Μαρία και φίλους δεν ήταν τόσο έντονες από σεξουαλικής απόψεως. Αξέχαστη εμπειρία που πάντα θα θυμάμαι.
Το πρωί που θα επιστρέφαμε, ξεκινήσαμε την ημέρα μας με σεξ (πρωτότυπο…), κάναμε ένα ντουζ και μαζέψαμε τα πράγματά μας. Κατόπιν, φορτώσαμε τις βαλίτσες μας στην πολυτελή BMW της Προϊσταμένης και ξεκινήσαμε για Διδυμότειχο. Ήταν σχεδόν μεσημέρι και είχε ζέστη, αλλά το air condition της BMW έκανε τη διαδρομή ευχάριστη. Εντυπωσιάστηκα με το αμάξι, ο εξοπλισμός και οι δυνατότητές του έκαναν το ταξίδι άνετο και ομαλό.
Καθώς πλησιάζαμε την Κομοτηνή, η Προϊσταμένη μου ζήτησε να μπω στην πόλη για να φάμε. Με κατεύθυνε σε μια συνοικία με παλιά, αλλά πλήρως ανακαινισμένα, σπίτια. Παρότι ήταν Κυριακή και ο καιρός καλός, δεν υπήρχε πολύς κόσμος στο δρόμο. Παρκάραμε και ακολούθησα την Προϊσταμένη σε ένα εστιατόριο. Καθίσαμε και περιμέναμε τον σερβιτόρο. Πήγα να ανοίξω τον κατάλογο, αλλά η Προϊσταμένη με εμπόδισε με το χέρι της.
- “Άσε να παραγγείλω εγώ. Θα δοκιμάσεις αυθεντικά Θρακιώτικα πιάτα.”
Ύστερα από κανένα πεντάλεπτο ήρθε ο σερβιτόρος. Μας χαμογέλασε και μας ρώτησε αν ήμασταν έτοιμοι να παραγγείλουμε. Η Προϊσταμένη άρχισε να του μιλάει στα Τουρκικά. Ο σερβιτόρος σημείωσε την παραγγελία και έφυγε να την δώσει στην κουζίνα. Κοίταξα την Προϊσταμένη εντυπωσιασμένος.
- “Εκτός από Αγγλικά και Γαλλικά, ξέρεις και Τουρκικά;”
Εκείνη γέλασε.
- “Δεν μίλησα Τουρκικά, μίλησα Πομάκικα. Η γιαγιά μου ήταν Πομάκα και έτσι έμαθα να μιλώ τη γλώσσα. Μοιάζουν πολύ με τα Βουλγαρικά.”
- “Συγνώμη, δεν ξέρω πολλά για την περιοχή. Στο Παροδικό είστε Πομάκοι;”
- “Όχι. Έχουμε διαφορετική καταγωγή και άλλη τοπική διάλεκτο, πιο κοντινή στα Ελληνικά. Ο παππούς μου ήταν περιπλανώμενος έμπορος. Γνώρισε τη γιαγιά μου σε ένα πομακοχώρι και την έκλεψε. Μεγάλο σκάνδαλο για την εποχή, αλλά ο παππούς μου τα βρήκε με τα πεθερικά του. Ο παπάς του χωριού έκανε τα στραβά μάτια και τους πάντρεψε για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.”
Η Προϊσταμένη συνέχισε να μου μιλάει για την ιστορία των Πομάκων και των κατοίκων του χωριού της, των οποίων το όνομα είχα ξεχάσει. Μια διαδικτυακή έρευνα μου το θύμισε. Λέγονται Μαρήδες και είναι καθαρόαιμοι Θράκες. Άκουγα την Προϊσταμένη με αμέριστο ενδιαφέρον, σε όλη την διάρκεια του γεύματος.
Τα πιάτα που παράγγειλε η Προϊσταμένη ήταν καταπληκτικά. Δεν θυμάμαι πώς λέγονταν, αλλά όλα ήταν ξεχωριστά και λαχταριστά. Μου άρεσε ιδιαίτερα μια πίτα από καλαμποκάλευρο που είχε μέσα κρεμμύδι, τυρί και καβουρμά. Επίσης, ξετρελάθηκα με ένα πιάτο που περιείχε κοκκινιστό μοσχάρι με μπαχαρικά και συνοδευόταν με πουρέ μελιτζάνας. Όσο για τα γλυκά, δεν έχω να πω τίποτα πέρα από το ότι ήταν νοστιμότατα και ελαφριά. Μου άρεσε πολύ, τόσο ένα που έμοιαζε με ρυζόγαλο, όσο και ένα άλλο που έμοιαζε με κρεμ καραμελέ από μαστίχα. Αλλά και ο καφές στο τέλος του γεύματος ήταν μοναδικός. Δεν έχω πιει πιο γευστικό, μεστό και αρωματικό καφέ στη ζωή μου. Η ιδέα της Προϊσταμένης για γεύμα στην Κομοτηνή αποδείχθηκε εξαιρετική.
Το πιο χρήσιμο πράγμα που έμαθα κατά τη διάρκεια του γεύματος ήταν ότι οι Πομάκοι έχουν βαθύτατη Ελληνική συνείδηση. Θεωρούν τους εαυτούς τους προερχόμενους από ένα αρχαίο Ελληνικό φύλο, το οποίο, με την πάροδο των ετών, έχασε την γλώσσα του και εξισλαμίστηκε. Νιώθουν πιο κοντά πολιτιστικά και κοινωνικά με τους Έλληνες, παρά με τους Βούλγαρους ή τους Τούρκους. Επειδή είναι μουσουλμάνοι, πολλοί τους εξισώνουν με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους της Θράκης, οι οποίοι, δικαίως ή αδίκως, έχουν Τουρκική συνείδηση. Όπως μου εξήγησε η Προϊσταμένη και έχω επιβεβαιώσει από βιβλία, αυτό αποτελεί μεγάλη πλάνη και αδικεί τους Πομάκους.
Κατά τη συζήτηση η Προϊσταμένη μου απέδειξε άλλη μια φορά ότι ήταν εξαιρετικά μορφωμένη. Οι γνώσεις της δεν περιορίζονταν στα οικονομικά. Γνώριζε εξίσου καλά Ιστορία, Κοινωνιολογία και Φιλοσοφία. Ειδικά οι γνώσεις της για την Θράκη και την πολιτιστική της ταυτότητα ήταν αστείρευτες. Δεν είμαι σίγουρος ότι εξειδικευμένοι καθηγητές γνωρίζουν τόσο καλά και εις βάθος το αντικείμενο. Αν στην ευρυμάθεια της Προϊσταμένης προστεθεί και το γεγονός ότι ήταν εκπληκτική ομιλήτρια, δεν είναι τυχαίο που ήμουν γοητευμένος μαζί της.
Όταν ολοκληρώσαμε το γεύμα ξεκινήσαμε πάλι για το ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο η Προϊσταμένη έφερε τη συζήτηση γύρω από τα παιδιά της. Μου εκθείασε για πολλοστή φορά το γιο της, αναφέροντάς μου τα πρόσφατα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα. Όταν τελείωσε, πήρε ένα βαθιά θλιμμένο ύφος και ξεκίνησε να μου μιλάει για την κόρη της. Ήταν η πρώτη φορά από όταν γνωριστήκαμε που μου ανοιγόταν αναφορικά με το δεύτερο παιδί της. Είχα καταλάβει ότι κάτι έτρεχε με το κορίτσι της Προϊσταμένης και απέφευγα να τη ρωτάω. Όμως, εκείνη την ημέρα η Προϊσταμένη ήταν λαλίστατη γύρω από το θέμα. Ίσως επειδή είχε πιει μισό λίτρο ρακί κατά τη διάρκεια του γεύματος...
Η Προϊσταμένη μου εξήγησε ότι η κόρη της, που τότε ήταν είκοσι ετών, είχε γεννηθεί με μια γενετική ανωμαλία. Έπασχε από σύνδρομο Ντάουν, μια ασθένεια που οδηγεί σε διανοητική καθυστέρηση και άλλες διαταραχές. Από ότι μου είπε η Προϊσταμένη, η κόρη της δεν ήταν από τις βαριές περιπτώσεις. Ήταν πλήρως λειτουργική, πειθαρχημένη και συνεργάσιμη. Αν δεν ήξερε κάποιος ότι έπασχε από το σύνδρομο, θα έλεγε ότι ήταν απλώς λιγότερο έξυπνη από τα υπόλοιπα παιδιά. Ωστόσο, για την επαρχία της εποχής, το κορίτσι θεωρούνταν στιγματισμένο και ζούσε στο περιθώριο. Τα άλλα παιδιά δεν την κορόιδευαν, την αντιμετώπιζαν όμως διαφορετικά, κάτι που την έκανε να νιώθει άβολα. Έτσι, ήταν απομονωμένη στο σπίτι και μοναχική.
Στεναχωρήθηκα πολύ. Ήταν πολύ άδικο για το κορίτσι. Ήμουν τόσο θλιμμένος, που η Προϊσταμένη αναγκάστηκε να με παρηγορήσει.
- “Μην λυπάσαι, Κώστα. Η Λουκία ζει καλά. Έχει το πρόγραμμά της, την εξειδικευμένη Εκπαιδεύτρια της, που φέραμε από τη Γαλλία και είναι εξασφαλισμένη οικονομικά. Την στέλνουμε ταξίδια σε ειδικές κατασκηνώσεις, έχει κάνει φίλους με το ίδιο πρόβλημα, με τους οποίους αλληλογραφεί. Είναι ευτυχισμένη.”
Χαμογέλασα για να μην κάνω την Προϊσταμένη να νιώσει άσκημα. Εκείνη, σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή, συνέχισε να με ενημερώνει για το σύνδρομο Ντάουν. Έμαθα τα πάντα γύρω από το θέμα, με κυριότερο ότι οι άνθρωποι με σύνδρομο Ντάουν είναι αγνοί και συναισθηματικοί. Η Προϊσταμένη φαινόταν πολύ ευχαριστημένη με το ενδιαφέρον που έδειχνα για το ζήτημά της. Έμοιαζε ανακουφισμένη σαν έναν άνθρωπο που έβγαλε από μέσα του ένα βάρος. Ωστόσο, η όλη συμπεριφορά της έκρυβε και κάτι άλλο, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Ψυχανεμιζόμουν ότι η Προϊσταμένη δεν ανέγειρε την όλη συζήτηση τυχαία. Η διαίσθησή μου, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν ορθή.
Φτάσαμε στην βιοτεχνία λίγο πριν το σούρουπο. Ήμουν κουρασμένος από τη διαδρομή και είχα βαρύνει από το γεύμα. Το μόνο που ήθελα ήταν να χαλαρώσω, να τρέξω λίγο και να κοιμηθώ νωρίς. Πάρκαρα την BMW, χαιρέτισα την Προϊσταμένη και βγήκα να πάρω τη βαλίτσα μου από το πορτμπαγκάζ. Καθώς ήμουν έτοιμος να μπω στη βιοτεχνία, η Προϊσταμένη ήρθε πίσω μου και με έπιασε από τον ώμο.
- “Κώστα, θα ήθελα να σου ζητήσω μια μεγάλη προσωπική χάρη. Να έρθω λίγο στο δωμάτιό σου να μιλήσουμε; Δεν θα πάρει πολύ.”
Παρότι κουρασμένος και έπρεπε να πάω νωρίς στο τάγμα την επόμενη μέρα, δέχτηκα. Η Προϊσταμένη είχε ξοδέψει ένα σκασμό χρήματα για την εκδρομή, θα ήταν αγένεια να μην την ακούσω.
- “Φυσικά, έλα μέσα.”
Η Προϊσταμένη με ακολούθησε στο δωμάτιο και κάθισε στο καναπεδάκι. Άφησα τη βαλίτσα μου, έφερα δυο αναψυκτικά από το ψυγείο και έκατσα δίπλα της.
Το ύφος της Προϊσταμένης ήταν σοβαρό, κάτι που σήμαινε ότι η χάρη δεν θα ήταν κάτι απλό. Ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό της, μου χαμογέλασε αμήχανα και ξεκίνησε να μιλάει. Όπως πάντα ήταν άμεση και ωμή.
- “Κοίτα Κώστα, έχω καταλάβει ότι έχεις σπάνιο χαρακτήρα. Πιστεύω ότι είσαι άτομο που θέλει να βοηθά τους γύρω του. Βλέποντας την ευαισθησία που έδειξες για το ζήτημα της Λουκίας, παίρνω το θάρρος να σου ζητήσω να τη βοηθήσεις να γνωρίσει το σεξ.”
Είχα συνηθίσει πια το στυλ της Προϊσταμένης στα σεξουαλικά ζητήματα, οπότε δεν σοκαρίστηκα ιδιαίτερα. Η Προϊσταμένη με βολιδοσκόπησε, ήπιε λίγο ακόμα από το αναψυκτικό της και συνέχισε.
- “Η εμφάνιση της Λουκίας δεν την καθιστά ελκυστική στα αγόρια. Ωστόσο, η Λουκία έχει ακριβώς τις ίδιες ερωτικές ανάγκες με τα άλλα εικοσάχρονα κορίτσια. Είναι πλήρως συνειδητοποιημένη σεξουαλικά, έχει ορμές και επιθυμίες. Την έχω πιάσει να αυνανίζεται στο δωμάτιό της, μου κάνει ερωτήσεις για το σεξ και γενικά έχω καταλάβει ότι είναι έτοιμη να κάνει έρωτα. Νομίζω ότι θα της αρέσεις και ότι έχεις την ευαισθησία να την προσέξεις.”
Η Προϊσταμένη πήρε μια ανάσα και με κοίταξε διερευνητικά.
- “Τι λες Κώστα; Θα βοηθήσεις τη Λουκία; Μην ανησυχείς, θα είμαι κοντά σου, τόσο για να σε βοηθήσω, όσο και για να αισθανθεί η Λουκία άνετα.”
Σαν πρόταση ήταν σίγουρα εξεζητημένη, ίσως και λίγο ανώμαλη. Δεν είναι από τις προτάσεις που λες κατευθείαν ναι, αλλά ούτε και την απορρίπτεις άμεσα. Είπα στην Προϊσταμένη ότι θα το σκεφτώ με θετικό πνεύμα και θα απαντούσα αφού πρώτα γνώριζα τη Λουκία. Κατόπιν, αλλάξαμε θέμα συζήτησης και, αφού μιλήσαμε για καμιά ωρίτσα, η Προϊσταμένη έφυγε για το σπίτι της.
Ύστερα από περίπου δέκα μέρες, συνάντησα, μια ακόμα φορά, την Προϊσταμένη για σεξ στο δωμάτιό μου. Όταν τελειώσαμε και αφού συζητήσαμε διάφορα, η Προϊσταμένη με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να γνωρίσω την Λουκία. Της είπα ότι θα το έκανα με χαρά και κανονίσαμε να βρεθούμε για καφέ την ερχόμενη Κυριακή. Η συνάντηση έγινε σε μια καφετέρια στο κέντρο του Διδυμότειχου. Είχε πολυκοσμία, αλλά δεν υπήρχε ζήτημα παρεξήγησης από την τοπική κοινωνία. Όλοι ήξεραν ότι δούλευα στη βιοτεχνία και ότι ήμουν ένας σοβαρός νέος. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο λόγος της συνάντησης με την Προϊσταμένη και την κόρη της είχε σεξουαλικό σκοπό.
Η Προϊσταμένη ήρθε λίγο καθυστερημένη, συνοδευόμενη από την Λουκία. Κάθισαν στο τραπέζι και η Προϊσταμένη με σύστησε. Η Λουκία μου έδωσε το χέρι της χαμογελώντας. Το χαμόγελό της δεν ήταν το μηχανικά προσποιητό χαμόγελο ενός ενήλικα. Ήταν το πηγαία ειλικρινές χαμόγελο ενός παιδιού. Στην καφετέρια παραμείναμε λιγότερο από τρία τέταρτα. Η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από την Λουκία, το πρόγραμμά της, τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες της. Δεν υπήρξε το παραμικρό σεξουαλικό υπονοούμενο.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην καφετέρια η Λουκία καθόταν πολύ κοντά στη μητέρα της, σαν μικρό παιδί. Στην αρχή ήταν λίγο ντροπαλή, αλλά γρήγορα πήρε θάρρος και απαντούσε λεπτομερώς και άμεσα σε κάθε ερώτηση. Όταν η Προϊσταμένη έκρινε ότι ήταν ώρα να φύγουν, σηκώθηκε, πήρε την Λουκία από το χέρι και της είπε:
- “Λουκία, πρέπει να γυρίσουμε σπίτι, ο μπαμπάς περιμένει. Χαιρέτα τον κ. Κώστα και δώσε του ένα φιλί που μας κέρασε.”
Η Λουκία με πλησίασε, με ευχαρίστησε χαμογελώντας εγκάρδια και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το φιλί της ήταν όμοιο με το φιλιά που δίνουν τα παιδιά όταν τους κάνεις δώρα. Στη συνέχεια, ακολούθησε τη μάνα της προς την έξοδο της καφετέριας.
Το πρόσωπό της Λουκίας είχε όλα τα χαρακτηριστικά των ατόμων με σύνδρομο Ντάουν. Διέθετε μεγάλο μέτωπο, με φαρδιά μάτια, πιο χαμηλά τοποθετημένα από τον μέσο άνθρωπο. Το στόμα της ήταν μικρό και τα μάγουλα της στρουμπουλά, ενώ η μύτη της πεπλατυσμένη. Από μακρυά έμοιαζε με άτομο μογγολικής καταγωγής. Φορούσε στρογγυλά γυαλιά με λεπτό επίχρυσο σκελετό και ήταν χτενισμένη απλά. Ήταν πολύ κοντή, λίγο πάνω από 1 και 55 και σχετικά γεματούλα, αλλά όχι τόσο που να θεωρηθεί παχιά. Το στήθος της ήταν πολύ μικρό και το κορμάκι της χωρίς ιδιαίτερες καμπύλες και λίγο γυρτό. Φαινόταν πολύ μικρότερη από την πραγματική της ηλικία, σίγουρα όχι πάνω από 15 ετών.
Οι απόψεις και οι θέσεις της ήταν μεστωμένες, αν σκεφτεί κανείς την ιδιαιτερότητά της. Μπορεί να μην είχαν τη συνθετότητα των ενήλικων απόψεων, αλλά δεν ήταν ούτε παράλογες, ούτε αφελείς. Εκείνο που γινόταν αμέσως φανερό ήταν ότι είχε πολύ αγνή ψυχή. Χωρίς υπερβολή ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης. Από τη απλοϊκή της σκέψη απουσίαζε κάθε πονηριά, κάθε υστεροβουλία και κάθε πανουργία. Στη ζωή μου έχω συναναστραφεί με πολλούς ανθρώπους και έχω γνωρίσει ακόμα περισσότερους. Κανένας δεν είχε την καλοσύνη και την αγνότητα της Λουκίας. Ακόμα και τα μικρά παιδιά έχουν λίγο, έστω και αφελή, δόλο στην συμπεριφορά τους. Ο χαρακτήρας, όμως, της Λουκίας ήταν πραγματικά άσπιλος, πιο καθαρός ακόμα και από εκείνον των παιδιών. Το γλυκό της πρόσωπο καθρέπτιζε αυτήν την ιδιοσυγκρασία, κάτι που την καθιστούσε ελκυστική, παρά την ιδιομορφία της.
Η συμπάθεια μου για τη Λουκία αρχικά μου δημιούργησε αναστολές ως προς το εγχείρημα που μου είχε προτείνει η Προϊσταμένη. Το να κάνω έρωτα στη Λουκία μου φαινόταν περισσότερο σαν βεβήλωση, παρά σαν ερωτική πράξη. Η προσωπικότητά της με έκανε να νιώθω ότι το ξερό γαμήσι, που θα της έριχνα, αδικούσε τον ψυχισμό της. Αισθανόμουν ότι θα διέπραττα ανηθικότητα πηδώντας την στεγνά και με μόνο σκοπό την σαρκική απόλαυση, όπως τη μάνα της.
Όμως, τα ίδια στοιχεία που με εμπόδιζαν να δεχτώ την πρόταση της Προϊσταμένης, ήταν εκείνα που με κατεύθυναν αντίθετα. Η ιδέα να διακορεύσω και να διαφθείρω ένα τόσο αγνό πλάσμα, όπως η Λουκία, μου φάνταζε διαστροφικά ερεθιστική. Η προοπτική να την μυήσω στον ζωώδη κόσμο της σεξουαλικής απόλαυσης, με έκανε να βλέπω την προοπτική που μου ανοιγόταν σαν μια μοναδική ευκαιρία. Μπορούσα να βιώσω κάτι που λίγοι άνδρες έχουν βιώσει: τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός άδολου κοριτσιού σε σεξουαλικά ενεργή γυναίκα. Δεν ήμουν σε θέση να αντισταθώ στον πειρασμό. Έτσι, όταν την μεθεπόμενη μέρα η Προϊσταμένη με ρώτησε αν ήθελα να κάνω σεξ στη Λουκία, απάντησα αυθόρμητα θετικά.
Ομολογώ ότι μέχρι και σήμερα αισθάνομαι τύψεις για ότι έκανα. Οι πράξεις μου δεν ήταν απλώς ανήθικες, ήταν ίσως και παράνομες. Η μητέρα της συναινούσε και η Λουκία ήταν ενήλικη. Ωστόσο, η Λουκία δεν είχε ουσιαστικά την πνευματική ικανότητα να αποφασίσει αν και με ποιους όρους θα έκανε σεξ. Όμως, τότε ήμουν νέος και η επιτυχία μου ως “γαμιάς” με είχε κάνει να νιώθω έπαρση. Το γεγονός ότι υπηρετούσα, δούλευα, γάμαγα και πληρωνόμουν με έκανε περήφανο. Αισθανόμουν άτρωτος και άρα όχι υποχρεωμένος να σέβομαι γραπτούς και άγραφους κανόνες. Αν μπορούσα θα άλλαζα την απόφασή μου. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό και άρα είμαι αναγκασμένος να ζω με τις τύψεις μου...
Το απόγευμα που είχαμε συμφωνήσει, πήρα τον Ντ’ Αρτανιάν και ανέβηκα στο Παροδικό. Πάρκαρα, ανέβηκα την σκάλα του πατρικού της Προϊσταμένης και χτύπησα την εξώπορτα. Μου άνοιξε η Λουκία, χαμογελώντας εγκάρδια. Φορούσε ένα λουλουδάτο κοντό φόρεμα και μια κίτρινη κορδέλα στα μαλλιά. Η εμφάνιση και οι τρόποι της της παρέπεμπαν σε μαθήτρια γυμνασίου. Με την σκέψη και μόνο ότι θα την πηδούσα, μου έγινε ο πούτσος κατάρτι.
Η Προϊσταμένη καθόταν στο σαλόνι, πίνοντας ουίσκι. Ήταν ευδιάθετη και άνετη. Κάθισα στον καναπέ, κοντά στη Λουκία. Η Προϊσταμένη μου πρόσφερε ποτό, αλλά αρνήθηκα. Δεν μπορούσα να ακολουθήσω το ρυθμό της στο αλκοόλ, καθώς, σε αντίθεση με μένα, έπινε πολύ και το άντεχε. Σερβιρίστηκα λίγη Κόκα-Κόλα από το μπουκάλι που χρησιμοποιούσε η Προϊσταμένη για να αραιώνει το ποτό της. Αρχίσαμε να μιλάμε για την ημέρα μας, δίνοντας την ευκαιρία στη Λουκία να εκφράζεται. Ήταν σημαντικό να νιώσει άνετα, κάτι που έγινε γρήγορα. Όσο η συζήτηση προχώραγε, πλησίαζα πιο κοντά στη Λουκία, χαϊδεύοντας την διακριτικά. Εκείνη, δεν ανταποκρινόταν, αλλά ούτε και αντιδρούσε.
Βλέποντας ότι η κατάσταση δεν εξελισσόταν, η Προϊσταμένη αποφάσισε να επέμβει. Ρούφηξε το ποτό της, άναψε ένα τσιγάρο και απευθύνθηκε προς τη Λουκία.
- “Λουκία μου, ο κ. Κώστας είναι εδώ για να σε κάνει να νιώσεις όμορφα. Όπως σου είπα, μπορεί να πονέσεις λίγο, αλλά τελικά θα σου αρέσει. Θέλεις να πάτε στο δωμάτιο;”
Η Λουκία χαμογέλασε ντροπαλά. Το αθώο της βλέμμα ενέτεινε τον ερεθισμό μου. Ήθελα να την γαμήσω στεγνά και επί τόπου. Ωστόσο, συγκρατήθηκα για να μην χαλάσω την κατάσταση.
- “Ναι, μαμά. Αλλά, έλα και εσύ σε παρακαλώ.”
Η Προϊσταμένη σηκώθηκε, έσβησε το τσιγάρο της, πήρε την Λουκία από το χέρι και την κατεύθυνε προς την κρεβατοκάμαρα. Τις ακολούθησα από κάποια απόσταση, μέχρι το δωμάτιο.
Η Προϊσταμένη άναψε τα πορτατίφ των κομοδίνων και μια παλιού τύπου πλαφονιέρα πάνω από το κεφαλάρι. Το δωμάτιο φωτιζόταν καλά, αλλά όχι έντονα. Μου είπε να καθίσω στο κρεβάτι και να βγάλω την μπλούζα μου. Στο μεταξύ, βοήθησε την Λουκία να αφαιρέσει το φόρεμά της. Δεν φορούσε σουτιέν, τα μικρά της βυζάκια δεν χρειάζονταν υποστήριξη. Το εσώρουχό της ήταν ένα τυπικό εφηβικό εσώρουχο της εποχής, διακοσμημένο με πουά και ένα φιογκάκι στο λάστιχο. Της ταίριαζε απόλυτα, καθώς τόνωνε έμμεσα την αθωότητά της. Όταν κατάλαβε ότι την κοιτούσα λιμασμένα, η Λουκία κοκκίνισε και κάλυψε το στήθος της, σταυρώνοντας μπροστά του τα χέρια της. Χαμήλωσα το βλέμμα για να μην την φέρνω σε δύσκολη θέση.
Η Προϊσταμένη είπε στην Λουκία να ξαπλώσει δίπλα μου. Της έκανα χώρο και εκείνη ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ήταν πολύ σφιγμένη και χαμογελούσε αμήχανα. Η Προϊσταμένη της έπιασε το χέρι.
- “Ηρέμησε, Λουκία. Ο κ. Κώστας είναι πολύ καλός, μην φοβάσαι. Αν ντρέπεσαι, κλείσε τα μάτια σου.”
Η Λουκία έκλεισε τα μάτια της. Την πλησίασα και άρχισα να την χαϊδεύω τρυφερά στα μαλλιά. Έφερα το πρόσωπό μου κοντά στο δικό της και την φίλησα απαλά στο μάγουλο. Μετά, την έγλυψα στην άκρη του αυτιού της. Η Λουκία ρίγησε. Συνέχισα πολύ αργά και προσεκτικά. Έπρεπε να την χαλαρώσω. Η ήρεμη φωνή της Προϊσταμένης ήταν πολύ επιβοηθητική.
- “Έτσι Λουκία μου. Αφέσου.”
Σιγά σιγά προχώρησα προς το στόμα της Λουκίας. Τη φίλησα στα χείλη και άρχισα να της τα γλείφω απαλά. Η Λουκία άνοιξε τα χείλη της. Ακούμπησα τη γλώσσα μου πάνω στη δική της και ξεκίνησα να την περιφέρω στο στόμα της. Η Λουκία στην αρχή αντέδρασε εντελώς μηχανικά, προσπαθώντας αδέξια να μιμηθεί τις κινήσεις της γλώσσας μου. Σταδιακά, όμως, η αντίδρασή της έγινε πιο αυθόρμητη και ερωτική.
Συνέχισα να φιλάω τη Λουκία για αρκετή ώρα. Η Προϊσταμένη άφησε το χέρι της Λουκίας και ξεκίνησε να την χαϊδεύει με αργές κινήσεις στην κοιλιά. Παρότι λαχταρούσα να της πάρω την παρθενιά, ήμουν πολύ υπομονετικός και μεθοδικός. Ξαφνικά, η Λουκία πήρε μια βαθιά ανάσα και με αγκάλιασε σφικτά. Το φιλί της έγινε πιο έντονο και παθιασμένο. Είχε έρθει η ώρα να χρησιμοποιήσω τα χέρια μου. Ανασηκώθηκα, την αγκάλιασα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο ξεκίνησα να της χαϊδεύω απαλά το στήθος. Οι ρογίτσες της σκλήρυναν, το φιλί της έγινε ακόμα πιο έντονο και άρχισε να αναστενάζει. Η φωνή της ήταν πολύ οξεία και τσιριχτή, χωρίς να περιέχει κάτι ερωτικό. Όμως, ήταν φανερό ότι η Λουκία είχε ερεθιστεί. Η Προϊσταμένη την ενθάρρυνε.
- “Έτσι, Λουκία. Είδες που είχα δίκιο; Σου αρέσει καρδιά μου;”
- “Ναι, μαμά. Είναι περίεργο, αλλά μ’ αρέσει. Νιώθω κάτι όμορφο κάτω από την κοιλίτσα μου.”
Η Λουκία αναφερόταν προφανώς στην έξαψη της σεξουαλικής διέγερσης. Η Προϊσταμένη κατέβασε το χέρι της και το έβαλε στο εσώρουχο της Λουκίας. Η Λουκία τεντώθηκε και έβγαλε ένα ηδονικό επιφώνημα.
- “Ωραίο δεν είναι Λουκία μου; Απόλαυσέ το…”
Η Λουκία παραδόθηκε στα πρωτόγνωρα συναισθήματα που βίωνε. Απομακρύνθηκα από το πρόσωπό της και άρχισε να της γλύφω τα βυζάκια, χαϊδεύοντάς την ταυτόχρονα στην κοιλιά. Η Λουκία αναστέναζε και μούγκριζε, απολαμβάνοντας την αίσθηση. Κατέβασα το χέρι μου στο εσώρουχο της Λουκίας. Η Προϊσταμένη έβγαλε το δικό της, αφήνοντάς μου χώρο να χαϊδέψω την κλειτορίδα της Λουκίας.
- “Πρόσεξε μην της σπάσεις την παρθενιά με το δάκτυλο...”
Κοίταξα την Προϊσταμένη με ένα καθησυχαστικό ύφος, σκεπτόμενος ότι ήταν αφελής. Κανένας δεν θα στερούσε από τον πούτσο του τη χαρά του ξεπαρθενιάσματος, χαρίζοντάς την στο δάκτυλο του…
Η Λουκία ήταν μούσκεμα. Της χάιδεψα απαλά την κλειτορίδα, καθώς κατέβαζα το πρόσωπό μου από το στήθος προς την κοιλιά της. Το σώμα της Λουκίας μύριζε σαπούνι Λουξ, μια ιδιαίτερη μυρωδιά, που με ευχαριστεί περισσότερο από τα αφρόλουτρα, τα αρώματα και τα αποσμητικά σώματος. Η Προϊσταμένη χάιδευε την Λουκία στα μαλλιά. Όταν έφτασα χαμηλά, η Προϊσταμένη σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος μου.
- “Ανασηκώσου να σου βγάλω το βρακάκι, Λουκία”
Η Λουκία υπάκουσε και η Προϊσταμένη της αφαίρεσε το εσώρουχο. Το μουνάκι της Λουκίας ήταν συμπαθέστατο. Μικροκαμωμένο, με λεπτά μουνόχειλα και λίγες αραιές καστανές κοντές τριχούλες. Ένας πρώτης τάξεως μεζές για τον πούτσο μου.
Έλαβα θέση παράλληλη με το σώμα της Λουκίας και έβαλα το πρόσωπό μου ανάμεσα στα μπούτια της. Η Λουκία κρατούσε τα πόδια της κλειστά, εμποδίζοντάς με να προχωρήσω. Η Προϊσταμένη της έδωσε πάλι οδηγίες.
- “Άνοιξε λίγο τα πόδια σου, να κατέβει ο κ. Κώστας. Μην ανησυχείς, θα σου αρέσει.”
Η Λουκία άνοιξε τα πόδια της, προσφέροντας μου πλήρη πρόσβαση στο λαχταριστό μουνάκι της. Πλησίασα το πρόσωπό μου και καμάρωσα για λίγο το παρθένο μουνάκι που σύντομα θα ξέσκιζα. Κατόπιν παραμέρισα τα μουνόχειλα και άρχισα να το γλείφω. Το μουνί της Λουκίας δεν ανέδυε καμμιά απολύτως οσμή και τα υγρά της δεν είχαν καμμιά απολύτως γεύση. Όλα τα μουνιά που έχω γλύψει, είχαν την ιδιαίτερη οσμή τους. Άλλα φυσική, άλλα βρωμερή και άλλα σαπουνιού, αφρόλουτρου ή αρώματος. Όλα τα γυναικεία υγρά που έχω δοκιμάσει είχαν τη γεύση τους, άλλα αλκαλική και άλλα όξινη. Το μουνί και τα υγρά της Λουκίας ήταν και παραμένουν, για μένα τουλάχιστον, η εξαίρεση στον κανόνα.
Για να μπορέσω να μπω σε ένα τόσο μικρό μουνί, έπρεπε να το προετοιμάσω καλά. Επικεντρώθηκα, λοιπόν, στο γλειφομούνι, βάζοντας όλη μου την τέχνη. Περιττό να πω ότι η Λουκία ξετρελάθηκε. Οι περισσότερες γυναίκες δοκιμάζουν γλειφομούνι από τον πρώτο τους εραστή, που συνήθως δεν είναι έμπειρος, άρα μαθαίνει πάνω τους. Η Λουκία το δοκίμαζε από κάποιον που είχε αποκτήσει τεχνογνωσία γλειφομουνιού, μεγάλο μέρος της οποίας από τη μάνα της. Πολύ γρήγορα η Λουκία άρχισε να νιώθει μεγάλη ηδονή. Στην αρχή βογκούσε και μούγκριζε. Αργότερα, ξεκίνησε να φωνάζει τσιριχτά, με τα μάτια κλειστά.
- “Ααααχ, τι ωραίο. Τι όμορφο. Ωωωωωω, μου αρέσει. Ααααααααχ. Ευχαριστώ κ. Κώστα.”
Η πρώτη και τελευταία γυναίκα που με ευχαρίστησε για το γλειφομούνι. Μου φάνηκε τόσο ευγενικό και γλυκό, που έβαλα τα δυνατά μου να της το ανταποδώσω.
Η Προϊσταμένη αποτραβήχτηκε, αφήνοντας τη Λουκία στα χέρια μου. Αύξησα το ρυθμό της γλώσσας μου, τρίβοντας παράλληλα την κλειτορίδα της Λουκίας. Η Λουκία αρχικά τεντώθηκε και κατόπιν, μου τράβηξε τα μαλλιά, σφίγγοντας παράλληλα δυνατά το κεφάλι μου στα μπούτια της.
- “Φτάνει, αααααα, ζαλίζομαιαιαιαιαιαι, ααααα, οοοοοοοοοο. Σταματήστε κ. Κώσταααα, όχι άλλοοοοο”
Η Προϊσταμένη άρπαξε τα χέρια της Λουκίας και την ακινητοποίησε.
- “Μην αντιστέκεσαι, Λουκία. Έρχεσαι σε οργασμό, θα τον νιώσεις να σε διαπερνά σαν τρένο. Άστον να έρθει.”
Η Λουκία ήταν ανήμπορη να αντιδράσει. Ταρακουνιόταν στο κρεβάτι, σαν ψάρι έξω από το νερό, μουγκρίζοντας, καθώς η Προϊσταμένη της είχε φράξει το στόμα. Ξαφνικά, έφερε το πόδι της στο πρόσωπό μου και μου τράβηξε μια γερή κλωτσιά. Ο μέσος άνδρας θα απομακρυνόταν, αλλά όχι ένας ερασιτέχνης πυγμάχος. Δέχτηκα το χτύπημα, αλλά συνέχισα για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά για να έρθει η Λουκία σε οργασμό.
Οι αντιδράσεις της Λουκίας λίγο προτού και λίγο μετά τον οργασμό της ήταν πολύ έντονες. Μέχρι σήμερα δεν έχω δει κάτι ανάλογο. Αρχικά πίστευα ότι οφείλονταν στο γεγονός ότι βίωνε το αίσθημα για πρώτη φορά. Όμως, όλες τις φορές που είχε οργασμό, η Λουκία αντιδρούσε με τον ίδιο ακραίο τρόπο.
Γινόταν βίαιη, χτυπώντας με τα χέρια ή με τα πόδια της ότι βρισκόταν κοντά της, ακόμα και εμένα. Για αρκετά δευτερόλεπτα ανεβοκατέβαζε με δύναμη τα πόδια και τα χέρια στο πάπλωμα, βγάζοντας δυνατές άναρθρες κραυγές. Πολλές φορές δάγκωνε τόσο δυνατά το χέρι της, που το μάτωνε. Όταν προσπαθούσα να την καλμάρω, γινόταν ακόμα πιο βίαιη. Με χτυπούσε με τις γροθιές της ή με γρατζουνούσε με τα νύχια της. Μια φορά με έσπρωξε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και χτύπησε το κεφάλι της στον τοίχο. Οι αντιδράσεις αυτές δεν διαρκούσαν πάνω από 5-6 δευτερόλεπτα. Μετά η Λουκία παρέμενε για λίγο ακίνητη βαριανασαίνοντας και ύστερα γινόταν ο εαυτός της, χαμογελώντας και μιλώντας απόλυτα λογικά.
Παρά τη μικρή τους σχετικά διάρκεια, οι αντιδράσεις αυτές ήταν και παραμένουν ότι πιο τρομακτικό έχω ζήσει στο σεξ. Η Προϊσταμένη μου εξήγησε ότι οφείλονταν στο γεγονός ότι τα άτομα με σύνδρομο Ντάουν δεν είναι σε θέση να ελέγχουν τα έντονα συναισθήματα. Όταν βιώσουν κάτι έντονο, πανικοβάλλονται και μέσα στον πανικό αντιδρούν ακραία. Γρήγορα, όμως, συνέρχονται και ηρεμούν.
Αυτό και μόνο έπρεπε να με είχε κάνει να διακόψω το σεξ με την Λουκία. Όμως, όπως έχω αναφέρει, η Λουκία πρόσφερε προοπτικές για μοναδικές σεξουαλικές εμπειρίες. Δεν ήμουν διατιθέμενος να τις χάσω, έστω και αν αυτές έφερναν τη Λουκία σε καταστάσεις παροξυσμού. Αδικαιολόγητη στάση για έναν μορφωμένο άνθρωπο, αλλά τα νιάτα πολλές φορές είναι αδυσώπητα.
Όταν η Λουκία ηρέμησε, η Προϊσταμένη τη φίλησε στο μέτωπο και τη ρώτησε αν ήταν καλά.
- “Ναι, μαμά. Ήταν πολύ όμορφο. Νόμιζα ότι πετάω σαν πουλάκι. Σκοτείνιασε το δωμάτιο.”
- “Χαίρομαι που σου άρεσε, Λουκία. Θέλεις να συνεχίσουμε ή να το αφήσουμε για μια άλλη φορά;”
- “Θέλω να παίξω και άλλο. Αν εσύ, όμως, θέλεις, φεύγουμε”
Δεν έχω γνωρίσει μέχρι σήμερα άλλο παιδί με τέτοια αλτρουιστική νοοτροπία απέναντι στο γονέα του. Τα δικά μου σίγουρα θα ήταν πιο εγωιστικά στις αποφάσεις τους.
- “Ωραία, Λουκία. Έλα να παίξουμε με τον κ. Κώστα. Κώστα, βγάλε τα ρούχα σου και ξάπλωσε.”
Σηκώθηκα, γδύθηκα και πέταξα τα ρούχα στο πάτωμα. Ο πούτσος μου ήταν εντελώς κάγκελο, κυριολεκτικά πόναγα από την καύλα. Η Λουκία κοίταξε το καυλί μου με κατάπληκτα μάτια.
- “Είναι ίσιο. Δεν είναι όπως στα βιβλία.”
- “Έγινε έτσι επειδή του αρέσεις. Αργότερα θα δεις ότι θα γίνει όπως στα βιβλία.”
- “Αλλά ίσιο δεν θα μου χωράει...”
- “Θα χωρέσει. Ίσως πονέσει λίγο στην αρχή, αλλά μη φοβάσαι.”
Η Λουκία πήρε ένα ανήσυχο ύφος. Της χαμογέλασα, όσο πιο γλυκά μπορούσα. Η Προϊσταμένη μου έκανε νόημα να ξαπλώσω. Έπεσα ανάσκελα στο κρεβάτι. Μέχρι τότε δεν είχα αισθανθεί άβολα, όμως τώρα ένιωθα λίγο περίεργα. Άφησα την Προϊσταμένη να πάρει την υπόθεση στα χέρια της. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή για το εγχείρημα.
Η Προϊσταμένη έβαλε τη Λουκία να καθίσει στο κρεβάτι, στο ύψος της λεκάνης μου. Εκείνη κάθισε απέναντι και της έκλεισε το μάτι.
- “Έλα, Λουκία, πιάσε το, μην ντρέπεσαι”
Η Λουκία πήρε διστακτικά τον πούτσο μου στο χέρι της. Τον κρατούσε σφικτά, περίπου στη μέση του.
- “Νιώθω κάτι να κουνιέται μέσα.”
- “Είναι αίμα που κυλά προς τα πάνω για να το κρατήσει ίσιο. Κούνα το χέρι σου πάνω-κάτω”
Η Λουκία ακολούθησε την οδηγία της μητέρας της.
- “Γίνεται πιο σκληρό…”
- “Ναι, πλάκα δεν έχει; Με το άλλο χέρι χάιδεψε τα μπαλάκια στο κάτω μέρος.”
Το χάδι της Λουκίας στ’ αρχίδια μου, παρότι αδέξιο, ήταν πολύ ερεθιστικό. Βόγκηξα από την καύλα.
- “Του αρέσει...”
- “Σε όλους τους άνδρες αρέσει. Ανέβασε το χέρι σου πιο πάνω. Όχι αυτό, με αυτό συνέχισε να τον χαϊδεύεις χαμηλά. Το άλλο.”
Η Λουκία μου έπιασε σφικτά το πουτσοκέφαλο. Ταρακουνήθηκα από τον πόνο.
- “Πιο απαλά Λουκία. Ναι, έτσι. Φτύσε το όργανο του κ. Κώστα και κούνα πάλι το χέρι πάνω-κάτω. Μην σταματάς να τον χαϊδεύεις χαμηλά
Ήταν μια υπέροχη αίσθηση. Η Λουκία ήταν εκπληκτική στο να υπακούει σε εντολές. Έκανε ότι της έλεγαν πρόθυμα και επακριβώς.
- “Ωραία, Λουκία. Τώρα κάνε πάνω-κάτω πιο γρήγορα”
Δεν άντεξα για πολύ, κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε. Παρά τη διαστροφή της, η κατάσταση ήταν πολύ ερεθιστική. Εκσπερμάτωσα έντονα και παρατεταμένα. Μέρος του σπέρματος προσγειώθηκε στο πρόσωπο της Λουκίας. Η Λουκία κοίταξε απορημένη τη μάνα της.
- “Το πουλί του κ. Κώστα με έφτυσε.”
- “Όχι Λουκία, έβγαλε σπέρμα. Με αυτό, όπως σου έχω πει, γίνονται τα μωρά.”
Ο αφελής διάλογος μου προξένησε μια ζωώδη ευχαρίστηση, μια σατανική ηδονή. Αυτό έκανε τον οργασμό μου ακόμα εντονότερο.
Η Προϊσταμένη πήρε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε τη Λουκία από τα χύσια. Εκείνη παρατηρούσε το όργανό μου.
- “Μαμά, μικραίνει χοροπηδώντας, πώς το κάνει;”
- “Δεν το κάνει ο κ. Κώστας, με τη θέλησή του. Το όργανο τελείωσε τη δουλειά του και ηρεμεί.”
- “Έγινε μικρό, όπως στα βιβλία.”
- “Δεν στο είπα; Έτσι λειτουργεί. Από μικρό που είναι, όταν θέλει να κάνει σεξ, γίνεται μεγάλο. Μετά, μόλις βγάλει σπέρμα, ξαναγίνεται μικρό.”
Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και χαμογέλασα στη Λουκία.
- “Σου άρεσε η εμπειρία;”
- “Τι σημαίνει εμπειρία, κ. Κώστα;”
- “Εννοώ αυτό που έζησες μαζί μου”
- “Ναι, είχε πολύ πλάκα. Ήσουν αστείος έτσι που μούγκριζες. Ήθελα να γελάσω, αλλά κρατήθηκα.”
Η ειλικρίνεια είναι πολλές φορές αφοπλιστική. Όταν έχω οργασμό, φαίνομαι αστείος. Καλά λένε ότι από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια...
Η Προϊσταμένη μου έκανε νόημα να φύγω από το δωμάτιο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και, προφασιζόμενος ότι ήθελα να κάνω μπάνιο, αποχώρησα. Αφού έκανα το μπανάκι μου, πήγα στο ψυγείο και πήρα κάτι να φάω. Μετά, κάθισα στο σαλόνι, περιμένοντας την Προϊσταμένη να με ειδοποιήσει. Μου είχε φύγει η χονδρή καύλα. Ωστόσο, όντας νέος, δεν ανησυχούσα αν θα κατάφερνα να πηδήξω τη Λουκία. Η μόνη μου ανησυχία ήταν μήπως η Προϊσταμένη έκανε πίσω και έχανα το παρθένο μουνάκι της. Δεν με τιμά αυτή η νοοτροπία, αλλά δεν μπορώ να πω και ψέμματα για το τρόπο σκέψης μου.
Κανένα εικοσάλεπτο αργότερα, ήρθε η Λουκία στο σαλόνι και μου είπε να πάω μαζί της στην κρεβατοκάμαρα. Την ακολούθησα, κοιτάζοντας το κωλαράκι της να κουνιέται πέρα-δώθε, καθώς περπατούσε με ελαφρά χοροπηδητά. Υποσχέθηκα στην εαυτό μου ότι μια μέρα θα της το γαμούσα, την οποία φυσικά
Μπήκα στο δωμάτιο και ξάπλωσα πάλι ανάσκελα στο κρεβάτι.
- “Κώστα, η Λουκία θέλει να κάνει σεξ μαζί σου, αλλά φοβάται. Πρόσεξε να είσαι υπομονετικός για να μην χαλαστεί η Λουκία και δεν θέλει να ξανακάνει σεξ.”
- “Φυσικά, θα προχωρήσω όσο θέλει η Λουκία, σιγά-σιγά και με προσοχή”
Η Λουκία κοιτούσε με βλέμμα ανήσυχο. Φαινόταν να αμφιταλαντεύεται. Ωστόσο, η παρουσία της μητέρας της την έκανε να νιώθει ασφάλεια. Η Προϊσταμένη της χαμογέλασε.
- “Έλα να ξανακάνουμε το όργανο του κ. Κώστα μεγάλο.”
Η Λουκία ξεκίνησε να μου τον παίζει, χαϊδεύοντας μου ταυτόχρονα τ’ αρχίδια, όπως προηγουμένως. Έκλεισα τα μάτια και συγκεντρώθηκα για να καυλώσω.
Παρά τις προσπάθειές της Λουκία δεν ερχόμουν σε πλήρη στύση. Οι κινήσεις ήταν λίγο αδέξιες και απότομες. Η Προϊσταμένη κατάλαβε ότι χρειαζόμουν κάτι περισσότερο.
- “Ωραία, Λουκία. Τώρα βάλε το όργανο στο στόμα, χωρίς να σταματήσεις να του κάνεις πάνω-κάτω.”
Η Λουκία πήρε την πούτσα μου στο στόμα. Στην αρχή φαινόταν να έχει μια απέχθεια, όμως σταδιακά το ξεπέρασε. Ωστόσο, αυτό που μου έκανε δεν ήταν ακριβώς πίπα. Είχε απλώς βάλει το πουτσοκέφαλο λίγο πιο μέσα από τα χείλη και μου τον έπαιζε με το χέρι. Η Προϊσταμένη προσπάθησε να της δώσει οδηγίες.
- “Βάλτο πιο μέσα και κούνα πάνω-κάτω το κεφάλι. Βάλε πολύ σάλιο, ώστε να γλιστράει.”
Η Λουκία έκανε πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες. Παραταύτα, το στοματικό της δεν είχε αντίκρυσμα. Δεν καύλωνα, αντίθετα ένιωθα τον πούτσο μου να πέφτει. Δεν ήταν μόνο η απειρία της. Η Τίτη ήταν επίσης άπειρη όταν μου πρωτοπήρε τσιμπούκι, αλλά το ένιωθε, είχε πάθος και άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο. Η Λουκία το έκανε μηχανικά, χωρίς ιδιαίτερη θέρμη. Μοιραία, είχε το αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση, όπου είχα ήδη τελειώσει μια φορά.
Σημειώνω ότι η Λουκία εξελίχθηκε σε μια πολύ καλή τσιμπουκλού. Σταδιακά, έμαθε να παίρνει τον πούτσο βαθιά και να παίζει με γλώσσα και μάγουλα. Δεν έφτασε, βέβαια, ούτε στο ελάχιστο, την Μαρία. Εν τούτοις, με ικανοποιούσε πλήρως και πιστεύω ότι ικανοποίησε το ίδιο αποτελεσματικά όλους τους εραστές της. Συνεπώς, όποια γυναίκα αποφεύγει να κάνει πίπες, δεν το κάνει επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή δεν θέλει. Αν η Λουκία κατάφερε να μάθει, οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να κάνει το ίδιο. Γυναίκες που στερούν από το σύντροφό τους την απόλαυση ενός ευπρεπούς τσιμπουκιού, δεν αξίζουν ούτε ένα βλέμμα. Αυτό πιστεύω και ας με χαρακτηρίσουν κάποιοι σεξιστή...
Η Προϊσταμένη βλέποντας την εξέλιξη, κατάλαβε ότι έπρεπε να δώσει λύση. Ακούμπησε ελαφρά τον ώμο την Λουκία.
- “Λουκία, κάνε λίγο πιο πέρα και άσε με να σου δείξω.”
Η Λουκία παραμέρισε και η Προϊσταμένη πήρε στα έμπειρα χέρια της την ψωλή μου. Την έπαιξε λίγο και μετά ξεκίνησε να με τσιμπουκώνει. Όπως έχω ξαναπεί, η Προϊσταμένη γούσταρε να κάνει πίπες και αυτό φαινόταν στη πράξη. Η πίπα της με έβγαλε από το αδιέξοδο και έσωσε την ανδρική μου υπόληψη.
- “Είδες Λουκία που έγινε πάλι μεγάλο;”
Η Λουκία ακούμπησε την πούτσα μου.
- “Ναι, αλλά δεν είναι σκληρό, όπως πριν.”
- “Θα γίνει και αυτό. Γλύψε τα μπαλάκια, όσο εγώ δουλεύω το όργανο.”
Βρέθηκα από την κόλαση στον παράδεισο. Δοκίμαζα διπλό τσιμπούκι για πρώτη φορά στη ζωή μου και μάλιστα από μάνα και κόρη. Αισθάνθηκα κυρίαρχο αρσενικό. Ξέρω ότι πρόκειται για αυταπάτη, αλλά τότε είχα άλλα μυαλά. Η αίσθηση του διπλού τσιμπουκιού είναι ανεπανάληπτη και η πρώτη φορά που τη βιώνει ένας άνδρας μοναδική. Πιο μοναδική και από την πρώτη φορά που κάνει σεξ. Χρειάστηκε να περιμένω πολλά χρόνια για να την ξαναβιώσω, σε μερικές από τις παρτούζες που λάβαμε μέρος με τη Μαρία. Καύλωσα πέρα από κάθε φαντασία.
Όταν η Προϊσταμένη κατάλαβε ότι είχα φτιαχτεί αρκετά, είπε στη Λουκία να κάτσει πάνω από το πρόσωπό μου. Προφανώς ήθελε να την ροντάρω, ώστε να μπορέσει να πάρει τον πούτσο μου μέσα της. Η Λουκία άνοιξε τα πόδια και με καβάλησε στο πρόσωπο. Ξεκίνησα να την γλείφω, βάζοντας και πάλι τα δυνατά μου να την ικανοποιήσω. Το γλειφομούνι άρεσε πολύ στη Λουκία. Αν της έκανες γλειφομούνι, μπορούσες μετά να της ζητήσεις οτιδήποτε. Τρελαινόταν και έφτανε πολύ γρήγορα σε οργασμό. Στη συγκεκριμένη ωστόσο περίπτωση δεν ήθελα να ολοκληρώσει η Λουκία. Είχα βιώσει την αντίδρασή της στον οργασμό και επιπλέον ήθελα να παραμείνει καυλωμένη και υγρή για να τη γαμήσω ευκολότερα. Έτσι, φρόντιζα να την ερεθίζω τόσο ώστε να υγρανθεί όσο γίνεται περισσότερο, αλλά να μην τελειώσει.
Στο μεταξύ η Προϊσταμένη συνέχιζε να με τσιμπουκώνει. Ερεθιζόμουν όλο και περισσότερο. Ήθελα να σταματήσει ώστε να αντέξω περισσότερο στο γαμήσι της Λουκίας. Παρά την περί του αντιθέτου υπόσχεσή μου, επιδίωξή μου ήταν να ξεσκίσω τη Λουκία, όσο περισσότερο μπορούσα. Προφανώς, η Προϊσταμένη, με το ανεπτυγμένο ανθρωπομετρικό της κριτήριο το είχε καταλάβει και ήθελε να αποτρέψει μια τέτοια προοπτική. Προσπαθούσα να με φέρει κοντά στον οργασμό, ώστε να χύσω γρήγορα, όταν θα έμπαινα στην Λουκία. Δεν μου άρεσε σαν ιδέα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Όταν η Προϊσταμένη ένιωσε ότι ήμουν σχεδόν έτοιμος να χύσω, τράβηξε στην πούτσα μου μια τελευταία ηχηρή ρουφηξιά και σηκώθηκε. Πλησίασε τη Λουκία και την τράβηξε μακριά μου. Κατόπιν μου είπε να σηκωθώ και ζήτησε στη Λουκία να ξαπλώσει στη θέση μου.
- “Είσαι έτοιμη Λουκία;”
- “Ναι, μαμά.”
- “Ωραία. Ο κ. Κώστας θα ξαπλώσει πάνω σου. Σήκωσε τα πόδια σου ψηλά και άνοιξέ τα όσο περισσότερο μπορείς.”
Η θέα του ανοικτού μουνιού της Λουκίας ήταν από μόνη της ερεθιστική. Φαινόταν η μικρή της τρυπούλα να χάσκει, περιμένοντας τον πούτσο μου.
- “Μισό λεπτό να φέρω ένα προφυλακτικό, να το φορέσω”
- “Καλύτερα όχι, Κώστα. Η Λουκία έχει διάφορες αλλεργίες, ίσως το προφυλακτικό να της δημιουργήσει θέμα. Μην φοβάσαι είναι υγιής και δεν μπορεί να κάνει παιδιά.”
Η προτροπή της Προϊσταμένης μου ταίριαζε γάντι. Είχα ξεσυνηθίσει τα προφυλακτικά, καθώς, κατά τις συνευρέσεις μαζί της, δεν τα χρησιμοποιούσα.
Πήρα θέση γονατιστός ανάμεσα στα πόδια της Λουκίας. Με κοίταζε ανήσυχα με τα χέρια κολλημένα στο στρώμα. Της χαμογέλασα γλυκά.
- “Μην φοβάσαι Λουκία, όποτε θες θα σταματήσω”
Η διαστροφική μου φύση πήρε τα ηνία. Την κοίταξα στα μάτια με λάγνο βλέμμα:
- “Τώρα θα ανοίξω το μουνάκι σου για να κεντράρω το καυλί μου.”
Η Λουκία φάνηκε να σοκάρεται. Η Προϊσταμένη με κοίταξε με άγριο ύφος. Κατάλαβα ότι έπρεπε να μιλάω πιο κόσμια.
- “Μην ανησυχείς γλυκιά μου, θα είμαι πολύ προσεκτικός.”
Παραμέρισα τα μουνόχειλα της Λουκίας και της έκανα πινέλο με τον πούτσο μου. Η Λουκία φάνηκε να χαλαρώνει. Όταν την ένιωσα απολύτως ήρεμη, τοποθέτησα την ψωλή μου έξω από την μουνότρυπά της.
Η εμπειρία μου με την Τίτη, με είχε διδάξει τι να κάνω, προκείμενου να ξεπαρθενέψω γρήγορα και αποτελεσματικά την Λουκία. Έπρεπε να εισχωρήσω στο μουνί της αργά, μέχρι να βρω αντίσταση. Κατόπιν, να συνεχίσω προσεκτικά, μέχρι να καταλάβω ότι ο πόνος είχε γίνει αισθητός στην Λουκία. Τότε θα σταματούσα, θα υποστήριζα την πούτσα μου με το χέρι και, μόλις η Λουκία χαλάρωνε, θα έσπρωχνα απότομα και δυνατά, μέχρι να εισχωρήσω πλήρως. Ξεκίνησα να εφαρμόζω την τακτική αυτή, παρακολουθώντας τις αντιδράσεις της Λουκίας, για να καταλάβω πότε έπρεπε να σταματήσω. Όμως η Λουκία δεν έδειχνε το παραμικρό σημάδι πόνου ή ενόχλησης. Είχε κλειστά τα μάτια της και ένα εντελώς ουδέτερο στωικό ύφος. Συνέχισα, λοιπόν, να προχωράω αργά, χωρίς καν να υποστηρίζω την ψωλή με το χέρι μου. Ήταν αρκετά στενή, αλλά το καυλί μου γλίστραγε μέσα της, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση, μέχρι που έπιασε πάτο. Η Λουκία είχε διακορευτεί, χωρίς τον παραμικρό πόνο.
Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Περίμενα ένα τόσο μικρό μουνί να ξεπαρθενευτεί δύσκολα και η Λουκία να σκούζει, καθώς της έχωνα την πούτσα μου. Η ανδρική μου ματαιοδοξία δεν ικανοποιούταν από το γεγονός ότι θα ήμουν ο πρώτος άνδρας που έκανα σεξ στη Λουκία. Ήθελα να την ξεσκίσω, ώστε να με θυμάται σε όλη της τη ζωή. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Λουκία έχασε την παρθενιά της τόσο εύκολα και ανώδυνα, απαλύνει σε μεγάλο βαθμό τις τύψεις μου. Δεν την ταλαιπώρησα και δεν της προξένησα αποστροφή για το σεξ. Είναι ένα θετικό, μέσα στα αρνητικά που έχει αφήσει η σχέση μου με τη Λουκία στη συνείδησή μου.
Έχοντας μπει τόσο εύκολα μέσα της, ξεκίνησα να γαμάω τη Λουκία με κανονικό ρυθμό. Δεν χρειαζόταν να είμαι προσεκτικός, η Λουκία δεν πόναγε. Αρχικά η Λουκία ήταν μάλλον ουδέτερη στις αντιδράσεις της. Αργότερα, όμως, ήταν πιο θερμή. Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι είχε σηκώσει τα πόδια της κατάλληλα, ώστε η πούτσα μου να μπαίνει μέχρι τον πάτο του μουνιού της. Η Τίτη χρειάστηκε αρκετό καιρό για να εμπεδώσει τη σωστή στάση. Το ένστικτο καθοδηγούσε αποτελεσματικά τη Λουκία. Η Προϊσταμένη φαινόταν ικανοποιημένη. Στάθηκε όρθια δίπλα στο κρεβάτι και επόπτευε σιωπηλά. Δεν χρειάστηκε να επέμβει, η Λουκία τον έπαιρνε χωρίς πρόβλημα.
Κατά τη διάρκεια που την πήδαγα, η Λουκία βόγκαγε πνιχτά. Την ένιωσα να υγραίνεται σε μεγάλο βαθμό. Δεν το περίμενα από μια παρθένα. Έπεσα πάνω της και αύξησα το ρυθμό μου. Η Λουκία άνοιξε τα μάτια της και άρχισε να βγάζει στριγκλιές. Δεν επρόκειτο για στριγκλιές πόνου, ούτε για ηδονής. Έμοιαζαν περισσότερο σαν τσιριχτά επιφωνήματα έκπληξης. Αύξησα και άλλο το ρυθμό μου, γαμώντας πιο δυνατά. Η Λουκία κρατούσε ψηλά τα πόδια και ανταποκρινόταν με μεγαλύτερης εντάσεως βογκητά και πνιχτά επιφωνήματα. Υγραινόταν όλο και περισσότερο, αλλά δεν έφτανε σε οργασμό. Δεν άντεχα να την περιμένω περισσότερο. Έχυσα μέσα της, αποτραβήχτηκα και ξάπλωσα δίπλα της λαχανιασμένος. Η Προϊσταμένη πλησίασε τη Λουκία.
- “Πώς ήταν Λουκία;”
- “Περίεργο μαμά, αλλά όχι άσκημο”
Η Προϊσταμένη χάιδεψε τη Λουκία στα μαλλιά και τη φίλησε στο μέτωπο. Μετά μου έριξε ένα βλέμμα επιδοκιμασίας και ευγνωμοσύνης. Ένιωσα πολύ όμορφα. Ήμουν τόσο καλός στο σεξ, που γαμούσα και οι γυναίκες με μακάριζαν γι αυτό. Τόσο αφελής, εγωπαθής και ματαιόδοξος ήμουν.
Όταν ηρέμησα, ανασηκώθηκα στο κρεβάτι. Τότε παρατήρησα ότι το μουνάκι της Λουκίας και το σεντόνι κάτω από αυτό ήταν γεμάτα αίματα. Πολλά αίματα, όχι αστεία. Η Τίτη δεν είχε ματώσει σχεδόν καθόλου, όταν την πρωτογάμησα. Όμως, η Λουκία, παρότι δεν πόνεσε κατά τη διακόρευση, είχε ματώσει υπερβολικά, σαν να την είχε κόψει λεπίδι. Η υγρασία που ένιωθα, όσο την πηδούσα, δεν οφειλόταν σε κολπικά υγρά, αλλά σε αίμα. Δεν φαινόταν να αιμορραγεί ακόμα, κάτι που με καθησύχασε κάπως, αλλά και πάλι το αίμα ήταν πολύ. Η Λουκία δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Κοίταξα την Προϊσταμένη με πανικόβλητο ύφος. Εκείνη μου έκανε νόημα να μην πω τίποτα και μου έδειξε με τα μάτια της ένα διπλωμένο σεντόνι, στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Κατάλαβα αμέσως τι ήθελε από μένα. Σηκώθηκα, πήρα το σεντόνι, το ξεδίπλωσα και το άπλωσα πάνω στη Λουκία.
- “Κάνει λίγο ψύχρα, Λουκία. Σε σκέπασα να μην πουντιάσεις.”
Μεγάλη μαλακία ως πρόφαση, αλλά δεν μου ερχόταν κάτι άλλο να πω. Η Προϊσταμένη σηκώθηκε.
- “Καλή σκέψη Κώστα. Όμως, η ώρα πέρασε και πρέπει να πας σπίτι να κοιμηθείς.”
- “Δεν είναι τόσο αργά μαμά”
- “Είναι, Λουκία, είναι. Ο κ. Κώστας έχει αύριο δουλειά.”
Το μήνυμα της Προϊσταμένης ήταν σαφές.
- “Ναι, Λουκία, η μαμά έχει δίκιο. Αύριο θα ξυπνήσω πολύ νωρίς.”
Η Λουκία φάνηκε να δέχεται την δικαιολογία, αλλά με κάποια επιφύλαξη. Τη φίλησα, ντύθηκα, χαιρέτισα την Προϊσταμένη και έφυγα για το δωμάτιό μου.
Κατά τους τελευταίους πέντε μήνες της Θητείας μου, έζησα μια ονειρεμένη ρουτίνα. Τρεις με τέσσερεις μέρες την εβδομάδα εργαζόμουν στη βιοτεχνία και μετά έμενα στο δωμάτιό μου. Κάποια απογεύματα των ημερών αυτών είχα ερωτικές συναντήσεις, είτε με την Προϊσταμένη, είτε με την Λουκία. Τις υπόλοιπες μέρες ήμουν στο στρατόπεδο. Μετά την πρωινή προσκλητήριο, δούλευα στο 4ο Γραφείο, διεκπεραιώνοντας τα οικονομικά και εφοδιαστικά του τάγματος. Τα μεσημέρια ξεκουραζόμουν και τα απογεύματα έκανα κάποια ελαφρά αγγαρεία. Τα βράδια μου ανέθεταν μια εύκολη σκοπιά, συνήθως στην κεντρική πύλη. Δυο Σαββατοκύριακα το μήνα ήμουν εκτός και έμενα είτε στην βιοτεχνία για ξεκούραση, είτε στο πατρικό της Προϊσταμένης για σεξ. Είχα οικονομική άνεση και χρόνο για τρέξιμο και γυμναστική. Ζούσα αρχοντικά.
Ωστόσο, οι σχέσεις μου με την Προϊσταμένη και τη Λουκία έγιναν σταδιακά πολύ ψυχοφθόρες. Κανένας άνθρωπος, όσο και σκληρός να είναι, δεν μπορεί να είναι συναισθηματικά αμέτοχος στις σχέσεις του. Δεν είναι δυνατόν να γαμάς σαν ζώο, χωρίς να ενδιαφέρεσαι για τις ερωμένες σου. Δεν μπορείς να συνευρίσκεσαι με ένα άτομο και να μην επηρεάζεσαι από τα προβλήματά του. Και, δυστυχώς, τόσο η Προϊσταμένη, όσο και η Λουκία, είχαν πολλά προβλήματα, για αρκετά από τα οποία έφταιγα και εγώ. Έτσι, σιγά-σιγά, οι σχέσεις μαζί τους έγιναν για μένα ένα βάρος που δύσκολα άντεχα. Μπορεί σε μερικούς να φαίνεται περίεργο, αλλά ακόμα και ο παράδεισος έχει αγκάθια…
Η Προϊσταμένη συνέχισε, μέχρι που απολύθηκα, να είναι πολύ απαιτητική στο σεξ. Περίμενε από μένα να την γαμήσω όπως, όσο και όταν ήθελε, με προθυμία και χωρίς αντιλογία. Ωστόσο, από την ημέρα που ξεπαρθένιασα την κόρη της, η συμπεριφορά της μεταβλήθηκε. Χωρίς να μειώσει ποσοτικά τις απαιτήσεις της, μου έδινε και αποζητούσε να της ανταποδώσω περισσότερο συναίσθημα. Δεν με έβλεπε πια ως έναν εραστή, με τον οποίον τη συνέδεε μόνο η σαρκική απόλαυση. Μου ανοιγόταν, μου μίλαγε για τα αισθήματά της και μου έλεγε λεπτομέρειες για τα θέλω της. Ήθελε να τη φιλάω περισσότερο και να της λέω γλυκόλογα. Δεν την έφτανε να την αποκαλώ με το μικρό της, μου ζητούσε να την λέω “αγάπη μου”, “μωράκι μου” ή “κορίτσι μου”.
Η μεταστροφή ήταν τόσο ξαφνική και απότομη, που αρχικά πίστεψα ότι ήταν μέρος ενός νέου σεξουαλικού της παιχνιδιού. Ωστόσο, γρήγορα μου έγινε σαφές ότι επρόκειτο για κάτι πιο βαθύ. Συχνά κοιμόταν στο δωμάτιό μου, αγκαλιάζοντάς με τρυφερά με το πανύψηλο σώμα της. Πολλές φορές με έπαιρνε τηλέφωνο, όταν ήμουν στο στρατόπεδο, για να δει πώς είμαι. Μου έκανε δώρα, αύξησε το μισθό μου και με έβγαζε συχνά έξω, αδιαφορώντας για τις τυχόν συνέπειες στο γάμο της. Όλα αυτά με έπεισαν ότι η Προϊσταμένη με είχε ερωτευθεί.
Εγώ δεν μπορούσα να ανταποδώσω τα συναισθήματά της. Την σεβόμουν, την θαύμαζα και την εύρισκα πραγματικά γοητευτική. Μου άρεσε να την βλέπω ευτυχισμένη, ενδιαφερόμουν ειλικρινά για όσα την απασχολούσαν και ευχαριστιόμουν, τις περισσότερες φορές, το σεξ μαζί της. Όμως, δεν ένιωθα ερωτική αγάπη. Κάθε φορά που κάποιος ερωτεύεται, υπάρχει ένα έναυσμα που προκαλεί το συναίσθημα. Συνήθως, το έναυσμα αυτό είναι κάτι απλό και αγνό, όπως ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα ή μια διαίσθηση. Προσωπικά, δεν είχα βιώσει αυτό το έναυσμα, άρα δεν θα μπορούσα να ερωτευθώ την Προϊσταμένη. Ποιο ήταν, όμως, το έναυσμα που έκανε την Προϊσταμένη να με ερωτευτεί;
Το ερώτημα με απασχόλησε καιρό, μέχρι που κατάλαβα ότι το έναυσμα για την Προϊσταμένη ήταν το γεγονός ότι είχα κάνει σεξ στην κόρη της. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ, ούτε την ζόρισα να το παραδεχτεί, για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση. Ωστόσο, ξέρω μέσα μου ότι αυτό ήταν το σημείο μηδέν για την μεταστροφή της. Η διαπίστωση αυτή με συγκλόνισε. Το έναυσμα της Προϊσταμένης παραπέμπει σε παραφιλική προσωπικότητα, κάτι που δεν συμβάδιζε με το ποιόν της. Μοιραία η σχέση μου με την Προϊσταμένη περιπλέχτηκε, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η επαγγελματική, ερωτική και συναισθηματική αλληλεπίδρασή μου με την Προϊσταμένη άρχισε να με βαραίνει. Ευτυχώς, η σχέση μας είχε εξ ορισμού ημερομηνία λήξης, αλλά μέχρι να διακοπεί ένιωθα υποχρεωμένος να την διατηρήσω. Ναι, θα μπορούσα να τα βροντήξω όλα, να υπηρετήσω το υπόλοιπο της Θητείας μου και, όταν απολυόμουν, να εξαφανιζόμουν. Όμως, δεν εύρισκα την ψυχική δύναμη να το κάνω. Ήμουν συναισθηματικά παγιδευμένος. Συνέχισα, λοιπόν, την σχέση, μέχρι που απολύθηκα.
Η Προϊσταμένη είχε ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο να δείχνει τον έρωτά της. Όταν βρισκόμασταν για καφέ ή φαγητό εκτός δουλειάς, συμπεριφερόταν όπως όλες οι ερωτευμένες γυναίκες. Ήταν τρυφερή, ευγενική και προσιτή. Με αγκάλιαζε, με φίλαγε και με κανάκευε. Μου μιλούσε εγκάρδια και ενδιαφερόταν για τα θέματα που με απασχολούσαν, όπως η μελλοντική καριέρα και τα όνειρά μου. Ήταν μια ευχάριστη και στοργική σύντροφος, που κάθε άνδρας θα χαιρόταν να συνοδεύει.
Τα πρωινά, ωστόσο, που εργαζόμουν στη βιοτεχνία, η Προϊσταμένη είχε εντελώς διαφορετική συμπεριφορά. Από την ημέρα που με ερωτεύτηκε έγινε πολύ δεσποτική. Μου μιλούσε υπεροπτικά και απότομα μπροστά σε άλλους. Όταν τύχαινε να βρεθούμε μόνοι στο γραφείο, με χούφτωνε πετώντας σεξουαλικά υπονοούμενα και με έκανε να νιώθω άβολα. Συχνά με έπαιρνε στο τηλέφωνο του γραφείο και μου έλεγε αισχρόλογα του τύπου:
- “Σήμερα θέλω σπέσιαλ γλειφομούνι, να έχεις πλύνει καλά τα δόντια σου.”
- “Αν δεν μου ρίξεις τρεις πούτσους το απόγευμα, θα στον κόψω και θα στον ταΐσω.”
Στις πρωινές ενημερώσεις του λογιστικού προσωπικού, μου έπιανε τ’ αρχίδια κάτω από το τραπέζι και μου τα έσφιγγε γερά. Πονούσα, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω. Κατόπιν, μου έκανε κάποια ερώτηση και απολάμβανε την προσπάθειά μου να απαντήσω, διαχειριζόμενος τον πόνο που μου προκαλούσε. Ήταν πολύ ταπεινωτικό, καταλαβαίνω πλήρως τις γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση. Ανεχόμουν τα πάντα, δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί.
Τα απογεύματα, που βρισκόμασταν για σεξ, η Προϊσταμένη ήταν συνήθως τρυφερή. Ερχόταν ντυμένη κομψά, μου μίλαγε με αγάπη και κάναμε έρωτα με πάθος και συναίσθημα. Με έκανε να ξεχνάω την διαγωγή της κατά το εργάσιμο ωράριο και ένιωθα πολύ όμορφα.
Υπήρχαν, όμως, φορές που μου φερόταν σκαιότατα. Με έβριζε και μου μιλούσε χυδαία και υποτιμητικά. Κάποιες Δευτέρες ερχόταν ντυμένη πρόχειρα και σχεδόν μεθυσμένη. Με κοιτούσε υποτιμητικά και μου έλεγε:
- “Δεν έχω κάνει μπάνιο εδώ και τρεις μέρες. Γλείψε με παντού να με καθαρίσεις, λούστρο”
Καθώς την έγλειφα, με έβριζε και με υποτιμούσε.
- “Γουστάρεις το βρωμερό μουνί μου, έτσι δεν είναι καριόλη;”
- “Καθάρισέ μου καλύτερα τον κώλο, άχρηστο τσογλάνι.”
Η ανάσα της μύριζε αλκοόλ και το βλέμμα της ήταν χαιρέκακο. Σιχαινόμουν, ήθελα να την διώξω. Δεν έπρεπε να ήταν και τόσο δύσκολο. Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της, ούτε καν ένιωθα ερωτική αγάπη. Ωστόσο, ο σεβασμός που μου είχε εμπνεύσει, με φρέναρε. Ήμουν απλά ανήμπορος να αντιδράσω ή έστω και να το συζητήσω μαζί της. Έκλεινα τα μάτια και σκεφτόμουν ότι έκανα σεξ σε κάποια άλλη.
Μετά το σεξ καθόμασταν πάντα στο σαλονάκι του δωματίου για συζήτηση. Στις συζητήσεις η Προϊσταμένη επεδείκνυε την γνώριμη σοβαρότητα, οξυδέρκεια και ευρυμάθεια της. Μπορούσα να την ακούω για ώρες. Συχνά, μου έλεγε να ξαπλώσω στον καναπέ και να βάλω το κεφάλι μου στα γόνατά της. Μετά με χάιδευε στο κεφάλι και μου μιλούσε επί παντός επιστητού. Έκανε ακόμα και τα πιο περίπλοκα θέματα να μοιάζουν απλά. Όλες τις φορές που μου είχε φερθεί άσκημα στο σεξ, μου ζητούσε συγνώμη. Το ίδιο και για τους τρόπους της τα πρωινά. Μου υποσχόταν ότι δεν θα ξαναγίνει, όμως η υπόσχεση έμεινε στα χαρτιά, μέχρι που έφυγα από το Διδυμότειχο.
Μετά την εμπειρία του ξεπαρθενιάσματος, η Λουκία γλυκάθηκε και ζήταγε από την Προϊσταμένη να με ξανασυναντήσει. Η Προϊσταμένη, αφού το συζήτησε με την Εκπαιδεύτρια της Λουκίας, μου ζήτησε κάθε Τρίτη απόγευμα να ανεβαίνω στο Παροδικό και να πηδάω τη Λουκία. Το έκανα με χαρά, όχι μόνο επειδή είχα συμπαθήσει τη Λουκία, αλλά και επειδή χρειαζόμουν ένα διάλειμμα από το σεξ με την Προϊσταμένη. Τις πρώτες φορές καθόταν και η Προϊσταμένη μαζί μας, αλλά μετά έφερνε τη Λουκία, την άφηνε μαζί μου και ερχόταν να την πάρει το βράδυ.
Στη Λουκία ακολούθησα την αρχική μου πρόθεση να την διαφθείρω, κάνοντάς την αστέρι στο γαμήσι. Πιστεύω ότι τα κατάφερα σε μεγάλο βαθμό. Η Λουκία, λίγο πριν απολυθώ, ήξερε όλες τις στάσεις και έκανε αρκετά καλές πίπες. Έμαθε να φροντίζει τον εραστή της και να έρχεται σταθερά σε οργασμό, έστω και με τις παρενέργειες που περιέγραψα. Δεν μπόρεσα να της μάθω και πρωκτικό. Την πήρα από κώλο μόνο μια μόνο φορά, μόνο και μόνο για να τηρήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου. Δεν της άρεσε και έτσι δεν το ξαναπροσπάθησα. Πάντως, σταδιακά, την έκανα πολύ καλή ερωμένη. Προς το τέλος, μάλιστα, οι βίαιες αντιδράσεις της κατά τον οργασμό μετριάστηκαν αρκετά.
Όταν την άφησα, η Λουκία δεν ήταν το κορίτσι που κρυβόταν πίσω από τη μάνα της. Έγινε πιο κοινωνική, άρχισε να βγαίνει δειλά με παρέες της ηλικίας της και ήταν περισσότερο αυτόνομη. Ως και η Εκπαιδεύτρια της το αναγνώρισε.
Παρά τα προαναφερθέντα, η σχέση μου με την Λουκία είχε πολλές αρνητικές πτυχές, τόσο για αυτήν, όσο και για μένα.
Αναφορικά με την Λουκία, η σεξουαλικές της εμπειρίες μαζί μου της αφαίρεσαν σημαντικό μέρος της αθωότητάς της. Στο σεξ μαζί της δεν ήμουν πάντα τρυφερός. Πολλές φορές τη γάμαγα βίαια, λέγοντάς της αισχρότητες. Επίσης, την έμαθα να λέει και η ίδια βωμολοχίες, πριν και κατά τη διάρκεια του σεξ. Δεν ήταν σωστό εκ μέρους μου, έπρεπε να σεβαστώ την ιδιαιτερότητα της Λουκίας. Εύρισκα, όμως, πολύ ερεθιστικό να την ακούω να λέει ατάκες όπως:
- “Είμαι πολύ καριόλα κ. Κώστα.” ή
- “Το μουνάκι μου θέλει να το γαμήσετε.”,
καθώς και να απαντάει με την παιδική της φωνούλα στην κλασσική ερώτηση:
- “Τι σου κάνω μωράκι μου;”
με ατάκες σαν:
- “Με γαμάτε σαν σκύλα”, ή
- “Μου ξεσκίζετε τη μουνάρα”
Δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Επίσης, συχνά έβγαζα τα απωθημένα μου, από την συμπεριφορά της Προϊσταμένης, στη Λουκία. Κάθε φορά που μου έκανε την λαχτάρα με την απλυσιά, έκανα το ίδιο την επόμενη μέρα στη Λουκία. Έμενα άπλυτος και την έβαζα να μου κάνει πίπα και γλειφοκώλι, διεγειρόμενος από την ξινισμένη φάτσα της. Μετέτρεψα ένα τόσο αγνό πλάσμα σε μέσο έμμεσης εκδίκησης, εκμεταλλευόμενος την άδολη προσωπικότητά της.
Οι πράξεις που περιέγραψα είχαν μεγάλο αντίκτυπο και πάνω μου. Δεν είμαι ούτε σαδιστής, ούτε ανώμαλος. Η σχέση μου με τη Λουκία, σε συνδυασμό με την σχέση μου με την Προϊσταμένη, με οδήγησε να παραδοθώ στα κατώτερα ένστικτά μου. Αυτό, μου δημιούργησε βαθιές τύψεις, που δεν έχω αποβάλει ακόμα. Ωστόσο, σκεπτόμενος εγωκεντρικά, η σχέση μου με τη Λουκία μου έδειξε ότι η ακολασία δεν είναι πάντα ψυχαγωγική. Χρειάζεται μέτρο και απαιτούνται όρια. Το μάθημα αυτό αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο στη ζωή μου.
Με κείνα με τούτα, έφτασε η ώρα να πάρω την άδεια απολύσεως. Η προετοιμασία μου για την αναχώρηση είχε ξεκινήσει μια βδομάδα νωρίτερα. Ήταν πολλές οι μικροϋποχρεώσεις που είχα να διευθετήσω. Έπρεπε μα ρυθμιστούν γραφειοκρατικές λεπτομέρειες στο στρατόπεδο και στη βιοτεχνία, να γίνει σέρβις στον Ντ’ Αρτανιάν και να τακτοποιηθούν χρέη. Υπήρχαν και αρκετά άλλα θέματα, με σημαντικότερο τα δώρα σε ανθρώπους που με βοήθησαν κατά τη Θητεία μου. Έκανα μια λίστα και τα παράγγειλα στη μάνα μου. Εκείνη τα αγόρασε και μου τα έστειλε με το ΚΤΕΛ, δυο μέρες πριν απολυθώ. Την ίδια μέρα που τα παρέλαβα, έφτιαξα τις βαλίτσες, κρατώντας σε ένα σακ βουαγιάζ μόνο τα απαραίτητα. Ήμουν καθόλα έτοιμος. Μου φαινόταν σαν ψέμματα ότι σύντομα θα απολυόμουν. Ο χρόνος είχε περάσει πολύ γρήγορα. Σε λίγο θα γύριζα πίσω σπίτι, με τους γονείς, τον αδερφό και τους φίλους μου. Έμενε μόνο να περάσει τυπικά μια τελευταία μέρα…
Παρότι θα μπορούσα να μείνω στο δωμάτιο, αποφάσισα να περάσω το τελευταίο βράδυ στο στρατόπεδο. Είχα τόση υπερένταση που ζήτησα να με βάλουν νυκτερινή περίπολο. Μετά την περίπολο, ξάπλωσα, αλλά δεν έκλεισα μάτι.
Όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα σηκώθηκα, ξυρίστηκα, φόρεσα την φόρμα παραλλαγής και παρουσιάστηκα στο προσκλητήριο. Μετά το προσκλητήριο, χαιρέτισα τους συνοπλίτες μου και γύρισα στο θάλαμο. Πήρα από τον οπλοβαστό το G3 με την ξιφολόγχη και μάζεψα τα κλινοσκεπάσματά μου. Αφού τα παρέδωσα, χαιρέτησα διαδοχικά τον Υποδιοικητή και τον Διοικητή του τάγματος.
Ο Υποδιοικητής μου έσφιξε το χέρι, ευχαριστώντας με που είχα αποδεχτεί την πρότασή του. Χάρις σε μένα, ο Στρατηγός ξάδερφος του ιδιοκτήτη κανόνισε να μετατεθεί στην Έδεσσα, από όπου καταγόταν. Του χάρισα ένα μπουκάλι από την αγαπημένη του βότκα και τον αποχαιρέτισα με την υπόσχεση να τον επισκεφτώ κάποτε. Τήρησα την υπόσχεση πολλά χρόνια αργότερα, όταν ανέβηκα στην Έδεσσα για δουλειές. Είχε πια αποστρατευτεί, αλλά με θυμόταν και ξεπλήρωσε την υποχρέωσή του με ένα φοβερό σπιτικό γεύμα.
Ο Διοικητής με συνεχάρη για την διαγωγή μου στο στράτευμα και μου έδωσε συμβουλές για το μέλλον. Ήταν πολύ πιο προσιτός από συνήθως. Κατόπιν, μου ευχήθηκε καλός πολίτης και μου έδωσε μια εξαιρετική συστατική επιστολή, καθώς και ένα θυρεό του τάγματος. Μου έκανε πολύ καλή εντύπωση η πρωτοβουλία του. Του ανταπέδωσα τα δώρα με ένα καλό μπουκάλι ουίσκι.
Αφού αποχαιρέτισα τα στελέχη και τους φαντάρους του 4ου Γραφείου και τους έδωσα τα δωράκια τους, κατευθύνθηκα προς την πύλη. Τα αισθήματά μου ήταν γλυκόπικρα. Όπως έφευγα γύρισα αυθόρμητα προς τη Σημαία του τάγματος και την χαιρέτησα. Ήμουν περήφανος που είχα εκπληρώσει τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, αφήνοντας καλές εντυπώσεις. Καθώς κατέβαζα το χέρι από τον χαιρετισμό, ένιωσα τα μάτια μου να δακρύζουν. Έμεινα για λίγο σε στάση προσοχής, συνήλθα και πέρασα για τελευταία φορά την πύλη του στρατοπέδου. Ήμουν πια ουσιαστικά και πάλι πολίτης.
Φεύγοντας από το στρατόπεδο, κατευθύνθηκα προς τη βιοτεχνία. Πήγα στο δωμάτιό μου, έκανα ένα μπάνιο και άλλαξα σε πολιτικά ρούχα. Κατόπιν, γύρισα τη βιοτεχνία και αποχαιρέτησα όλους τους εργάτες και τους υπαλλήλους. Άφησα το λογιστήριο, την Προϊσταμένη και τον Ιδιοκτήτη για το τέλος.
Ξεκίνησα για το λογιστήριο. Πήγα να μπω στο γραφείο μου, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Αφουγκράστηκα, για λίγο. Επικρατούσε πλήρης σιγή. Σκέφτηκα ότι θα είχαν φύγει για τις εξωτερικές δουλειές. Ήμουν έτοιμος να αοχωρήσω, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Ακολούθησε πανζουρλισμός από φωνές. Στο γραφείο είχαν μαζευτεί οι δυο μου συνάδερφοι με τις γυναίκες τους, ο πρόεδρος του σωματίου εργαζομένων με τη γυναίκα και τον γιο του, ο ιδιοκτήτης, καθώς και η Προϊσταμένη με την Λουκία. Μου είχαν ετοιμάσει ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι σαν έκπληξη. Δεν το περίμενα, η έκπληξή τους είχε πετύχει. Χαμογέλασα πλατιά και τους αγκάλιασα όλους διαδοχικά. Η Προϊσταμένη είχε φέρει ένα κασετόφωνο και το έβαλε να παίζει μουσική. Υπήρχαν και μπόλικοι μεζέδες με τσίπουρο. Περιττό να πω ότι έγινε της κακομοίρας, σχεδόν μέχρι τη λήξη του ωραρίου.
Πριν διαλύσουμε το πάρτυ, ανταλλάξαμε τα δώρα μας. Οι συνάδερφοι από το λογιστήριο μου χάρισαν μια ακριβή πένα, την οποία έχω ακόμα. Ο Ιδιοκτήτης και η Προϊσταμένη επιφυλάχθηκαν να μου δώσουν το δώρο τους, ιδιαιτέρως στο γραφείο του Ιδιοκτήτη, μετά το πάρτυ. Με τη σειρά μου, έδωσα στον καθένα το δώρο που είχα αγοράσει, αγκαλιάζοντας και ευχαριστώντας τον για τη συνεργασία.
Ο κ. Πέτρου μόνο που δεν έκλαψε καθώς τον αγκάλιασα και τον ευχαρίστησα για όσα μου είχε μάθει. Αλλά, όταν είδε το δώρο του, δεν συγκρατήθηκε. Δάκρυσε από συγκίνηση. Οι γιοι του κ. Πέτρου του ζητούσαν επίμονα να τους αγοράσει ένα Game Boy. Τα Game Boy είχαν μόλις έρθει στην αγορά και κάθε παιδί ονειρευόταν να αποκτήσει ένα. Ήταν όμως ακόμα πολύ ακριβά και ο κ. Πέτρου είχε να υποστηρίξει μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Μου είχε πει ότι στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να τους ικανοποιήσει την επιθυμία. Έτσι, παράγγειλα ένα Game Boy με τέσσερα παιχνίδια σε κασέτες από την Αθήνα και του το έκανα αποχαιρετιστήριο δώρο. Με φίλησε πάλι σταυρωτά.
- “Να σε χαίρονται οι γονείς σου, αγόρι μου. Είναι πολύ τυχεροί που σε έχουν γιο.”
Ήταν η καλύτερη φιλοφρόνηση που είχα δεχτεί μέχρι τότε, ίσως ακόμα και η καλύτερη που έχω δεχτεί στη ζωή μου.
Μετά το πάρτυ, ο Ιδιοκτήτης ζήτησε από την Λουκία να περιμένει στο γραφείο της Προϊσταμένης. Στη συνέχεια, μου είπε να ακολουθήσω αυτόν και την Προϊσταμένη στο γραφείο του. Μόλις μπήκαμε στο γραφείο, ο Ιδιοκτήτης άνοιξε το εκλεκτό Γαλλικό κονιάκ, που του είχα κάνει δώρο και μας σέρβιρε ποτό. Μου ευχήθηκε να εκπληρωθούν όλα μου τα όνειρα και τσουγκρίσαμε το ποτήρια μας. Δοκίμασα μια γουλιά από το κονιάκ, ήταν πραγματικά εξαίσιο. Καλή η επιλογή του πατέρα μου, χαλάλι τα χρήματα που έδωσα. Η Προϊσταμένη ήπιε το δικό της μονορούφι και ξαναγέμισε το ποτήρι της.
Ο Ιδιοκτήτης μου χαμογέλασε εγκάρδια, ικανοποιημένος από το ποτό. Μετά πήρε ένα σοβαρό ύφος και ξεκίνησε να μου μιλάει.
- “Κώστα, έχω να σου κάποια σημαντικά πράγματα και κατόπιν να σου κάνω μια σοβαρή πρόταση. Δεν θα πάρει πολύ.”
Ο Ιδιοκτήτης έκανε μια σύντομη παύση, πήρε μια ανάσα και συνέχισε.
- “Όπως ίσως να έχεις ήδη καταλάβει, η σύζυγός μου έχει κάποια ψυχολογικά προβλήματα. Η διάθεση και η συμπεριφορά της έχουν μεταπτώσεις, κάνει κατάχρηση ποτού, έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες. Τα προβλήματα ξεκίνησαν μετά τη γέννηση της Λουκίας, αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν γίνει πολύ έντονα. Η σύζυγός μου δεν θέλει να δει ειδικό ή να ακολουθήσει κάποια θεραπεία, εδώ ή στο εξωτερικό. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε απομακρυνθεί.”
Είχα υποψιαστεί ότι κάτι έτρεχε με την Προϊσταμένη, αλλά δεν πήγαινε το μυαλό μου σε ψυχιατρική κατάσταση.
- “Κατά τη συνεργασία που είχε μαζί σου, η κατάσταση στο σπίτι βελτιώθηκε. Είχα φτάσει στο σημείο να φύγω, τώρα μπορώ να ανέχομαι την κατάσταση. Ακόμα και η Λουκία είναι καλύτερα, δεν ξέρω γιατί, ούτε θέλω να μάθω. Μου αρκεί ότι νιώθω πιο άνετα σπίτι.”
Η Προϊσταμένη ξαναγέμισε άλλη μια φορά το ποτήρι της και διέκοψε απότομα τον ιδιοκτήτη.
- “Δεν είναι μόνο χάρις σε μένα και τη Λουκία που νιώθει πιο άνετα. Είναι και που πηδάει, πότε την υπηρέτρια και πότε μια εργάτρια της βιοτεχνίας, στον ξενώνα μας κάθε βράδυ.”
Ο Ιδιοκτήτης κράτησε την ψυχραιμία του.
- “Όπως και να έχει, η παρουσία σου είχε θετικά αποτελέσματα για όλους. Έχω, λοιπόν, να σου κάνω μια πρόταση. Θέλω να την ακούσεις και να την σκεφτείς με την ησυχία σου.”
Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Υποψιαζόμουν σε τι θα συνίστατο η πρόταση. Έκρυψα, ωστόσο, την ανησυχία μου, για να μην προσβάλω τον ιδιοκτήτη.
Ο Ιδιοκτήτης άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε δυο κλειστούς κίτρινους φακέλους μεγέθους Α4. Στη συνέχεια, με κοίταξε διερευνητικά. Βλέποντας ότι τον πρόσεχα αμέριστα, πήρε θάρρος, ήπιε μια γουλιά κονιάκ και μου χαμογέλασε.
- “H πρότασή μου, με την οποία η Προϊσταμένη συμφωνεί, είναι η εξής: Θα ήθελα να σε προσλάβω με σύμβαση αορίστου χρόνου. Θα έχεις υψηλότατες αποδοχές, κατά ένα μέρος φανερές και κατά ένα μέρος μαύρες. Επίσης, θα λαμβάνεις κάτω από το τραπέζι ένα ειδικό επίδομα για ενοίκιο. Θα εργάζεσαι στο λογιστήριο και ίσως μια μέρα, όταν πάρει σύνταξη, να πάρεις τη θέση του κ. Πέτρου. Υπάρχουν και άλλες παροχές, με σημαντικότερη τη ρήτρα απόλυσης. Όποτε θελήσεις να αποχωρήσεις, δεν θα χρειαστεί να παραιτηθείς. Η εταιρεία θα σε απολύσει και θα λάβεις ότι δικαιούσαι από το νόμο”
Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτώ. Πήγα να διακόψω τον Ιδιοκτήτη για να του το πω. Ο Ιδιοκτήτης δεν με άφησε.
- “Μην απαντήσεις τώρα. Πάρε τον φάκελο με τις λεπτομέρειες μαζί σου στην Αθήνα, μελέτησέ τον και αποφάσισε με την ησυχία σου.”
Ανασηκώθηκα και πήρα τον φάκελο. Καθώς πήγα να τον τραβήξω ο Ιδιοκτήτης μου έπιασε το χέρι.
- “Ξέρω τι σου ζητάω, τα έχω περάσει και εγώ. Η Προϊσταμένη είναι δύσκολος άνθρωπος. Έχεις το λόγο μου ότι θα κάνω τα πάντα για να σε αποζημιώσω.”
Η Προϊσταμένη μούτζωσε τον Ιδιοκτήτη πίσω από την πλάτη του και ξανάβαλε ποτό. Ο Ιδιοκτήτης άφησε το χέρι μου. Πήρα τον φάκελο και ξανακάθισα.
Ήθελα να ευχαριστήσω τον Ιδιοκτήτη για την πρότασή του, υποσχόμενος ότι θα την αξιολογήσω. Είχα ήδη αποφασίσει να μην την αποδεχτώ, αλλά αποφάσισα να μην του το πω κατάμουτρα. Ο Ιδιοκτήτης με διέκοψε. Χαμογέλασε εγκάρδια και σήκωσε τον δεύτερο φάκελο.
- “Εδώ είναι το δώρο για την αποχώρησή σου. Ο φάκελος περιέχει ένα ποσό, να αγοράσεις ότι θες. Επίσης, περιέχει δυο συστατικές επιστολές, μια από εμένα και μια από την Προϊσταμένη. Αλλά στο φάκελο υπάρχει κάτι ακόμα, πολύ πιο σημαντικό.”
Η περιέργειά μου είχε εξαφτεί. Ο Ιδιοκτήτης ήπιε λίγο κονιάκ και μου έκλεισε το μάτι.
- “Στο φάκελο υπάρχει επίσης μια κάρτα του Γενικού Διευθυντή της εταιρείας ΧΥΖ (η επωνυμία παραλείπεται για προφανείς λόγους). Είναι προσωπικός μου φίλος και του έχω ήδη μιλήσει. Όποτε θέλεις, τον παίρνεις τηλέφωνο και την επόμενη μέρα ξεκινάς να δουλεύεις για την εταιρεία. Όπως ξέρεις, είναι μια από τις μεγαλύτερες της Ελλάδας. Θα έχεις την ευκαιρία να εξελιχθείς και, γνωρίζοντας τον επαγγελματισμό σου, είμαι σίγουρος ότι θα το κάνεις.”
Έμεινα άφωνος. Η εταιρεία ΧΥΖ ήταν πολύ αυστηρή στις προσλήψεις της και οι θέσεις της περιζήτητες. Ο Ιδιοκτήτης συνέχισε.
- “Δεν θέλω να σε πιέσω να αποδεχτείς την πρότασή μου. Αντίθετα, αν την αποδεχτείς, θέλω να το κάνεις ελεύθερα, και όχι επειδή δεν θα έχεις άλλες προτάσεις. Σκέψου, λοιπόν και αποφάσισε.”
Για άλλη μια φορά ο Ιδιοκτήτης έδειξε την ανωτερότητα της προσωπικότητάς του. Ήταν κρίμα και για αυτόν και για την Προϊσταμένη, που δεν τα εύρισκαν.
Ευχαρίστησα τον Ιδιοκτήτη, εκφράζοντας την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό μου προς εκείνον και τη σύζυγό του. Παραμείναμε στο γραφείο κανένα δίωρο, συζητώντας για διάφορα θέματα και πίνοντας το κονιάκ. Εννοείται ότι η Προϊσταμένη ήπιε με διαφορά το περισσότερο…
Φεύγοντας από το γραφείο του Ιδιοκτήτη αισθανόμουν ράκος, τόσο από ψυχολογικής, όσο και από σωματικής άποψης. Μπορεί να είχα κορεστεί από την Προϊσταμένη και τα πάθη της, όμως είχα περάσει και πολύ όμορφες στιγμές. Αλλά και την Λουκία την είχα συμπαθήσει, θα μου έλειπε. Η ιδέα ότι δεν θα τις ξανάβλεπα μου δημιουργούσε ένα σφίξιμο. Επιπλέον, ήμουν άυπνος, με βαρύ στομάχι από το φαγητό και βαρύ κεφάλι από το ποτό. Η μόνη μου σκέψη ήταν να ξαπλώσω.
Κατέβηκα τις σκάλες προς το δωμάτιό μου. Η βιοτεχνία ήταν έρημη. Μόνο οι καθαρίστριες είχαν μείνει στο κτήριο. Βρήκα την υπεύθυνη για την καθαριότητα του ισογείου και της έδωσα ένα πεντοχίλιαρο για να καθαρίσει το δωμάτιό μου, αφού έφευγα. Με ευχαρίστησε και με διαβεβαίωσε ότι θα το κάνει λαμπίκο. Μπήκα στο δωμάτιο και έπεσα στο κρεββάτι με τα ρούχα. Βυθίστηκα γρήγορα στον ύπνο.
Τον ύπνο μου διέκοψε ένα δυνατό κτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκα βαρυγκωμώντας να ανοίξω. Ήταν η Προϊσταμένη, τύφλα στο μεθύσι. Φορούσε άλλα ρούχα, πράγμα που σημαίνει ότι είχε πάει σπίτι της και είχε γυρίσει. Δεν ξέρω πώς το κατάφερε στην κατάστασή της
- “Άσε με να κοιμηθώ μαζί σου. Θα μου λείψεις, σ’ αγαπώ.”
Την βοήθησα να μπει. Με το ζόρι έφτασε στο κρεββάτι και σωριάστηκε αναίσθητη. Ξάπλωσα δίπλα της, την αγκάλιασα και κοιμήθηκα.
Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα σχετικά νωρίς. Είχα ξεκουραστεί αρκετά, παρότι η Προϊσταμένη ροχάλιζε και με κλώτσαγε όλη νύχτα. Εκείνη ήταν άφαντη. Είχε προφανώς ξυπνήσει και φύγει νωρίτερα. Η ικανότητά της να συνέρχεται τόσο εύκολα από το ποτό ήταν αξιοθαύμαστη. Έκανα ένα ντουζ, ντύθηκα, φόρτωσα τις βαλίτσες μου και ξεκίνησα για Αθήνα. Μια περίοδος της ζωής μου τελείωνε και σύντομα θα άρχιζε η επόμενη.
Στις αρχές του επόμενου έτους, πήρα τηλέφωνο τον Ιδιοκτήτη και του ανακοίνωσα την απόφασή μου να φτιάξω τη ζωή μου στην Αθήνα. Την δέχτηκε σαν κύριος. Μου είπε ότι η Προϊσταμένη και η Λουκία ήταν καλά, χωρίς να επεκταθεί σε λεπτομέρειες. Με κάλεσε, μάλιστα, να πάω για επίσκεψη σπίτι του, όποτε ήθελα. Έκτοτε, όλο σκεφτόμουν να ανέβω, αλλά πάντα κάτι με εμπόδιζε. Ακόμα και όταν βρισκόμουν στη Β. Ελλάδα για δουλειές, δεν μπόρεσα να ξεκλέψω χρόνο να περάσω από το Διδυμότειχο.
Λίγο μετά το Πάσχα 2007, οργανώσαμε με την Μαρία μια ΠΑΡΤΟΥΖΑ ΠΡΩΚΤΙΚΟ ΣΕΞ στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχα επείγουσες δουλειές τις επόμενες μέρες και συνεπώς ήταν μια καλή ευκαιρία, μετά την παρτούζα, να πάω Διδυμότειχο. Έψαξα ενδελεχώς στο Διαδίκτυο και στο Facebook για την βιοτεχνία ή κάποιο προφίλ του Ιδιοκτήτη ή της Προϊσταμένης. Δεν κατάφερα να βρω κάτι. Πήρα και τις πληροφορίες καταλόγου, χωρίς επιτυχία. Αμφιταλαντευόμουν τι να κάνω. Τελικά, αποφασίσαμε με την Μαρία να γυρίσει αυτή μόνη στην Αθήνα αεροπορικώς, ενώ εγώ να ανέβω με το αμάξι στο Διδυμότειχο και να γυρίσω αργότερα.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, πήγα κατευθείαν στην έδρα της βιοτεχνίας. Πίστευα ότι ο λόγος που δεν εύρισκα καταχωρήσεις γι αυτήν ήταν, μάλλον, ότι είχε αλλάξει επωνυμία. Φτάνοντας αντίκρισα ένα θλιβερό θέαμα. Το κτήριο ήταν εντελώς ρημαγμένο και ο χώρος γύρω του απεριποίητος. Φαινόταν εγκαταλελειμμένο εδώ και καιρό. Σκέφτηκα να μπω μέσα, αλλά η όψη της εγκατάλειψης με απέτρεψε. Άναψα ένα τσιγάρο για να σκεφτώ τις επόμενες κινήσεις μου.
Όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση, βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Δεν είχα πάει ποτέ στο σπίτι του Ιδιοκτήτη και της Προϊσταμένης, δεν ήξερα καν που βρισκόταν. Ξαφνικά, μου ήρθε στο μυαλό ο κ. Πέτρου. Είχα πάει σπίτι του αρκετές φορές και θα μπορούσα ρωτώντας να το βρω. Ο κ. Πέτρου, ωστόσο, ήταν ήδη κοντά στα εξήντα όταν τον γνώρισα και ίσως να είχε αποβιώσει. Από την άλλη μεριά, η σύζυγός του ήταν αρκετά μικρότερή του, οπότε λογικά θα βρισκόταν εν ζωή. Ξεκίνησα, λοιπόν για το σπίτι του κ. Πέτρου, κάνοντας μια στάση στο κέντρο του Διδυμότειχου για να αγοράσω γλυκά.
Ταλαιπωρήθηκα λίγο, καθώς η πόλη είχε αλλάξει αρκετά. Αλλά, ρωτώντας και ψάχνοντας, έφτασα τελικά στο σπίτι του κ. Πέτρου. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα. Μετά από λίγο μου άνοιξε την πόρτα ο κ. Πέτρου. Είχε γεράσει αρκετά, αλλά κατά τα άλλα φαινόταν πολύ καλά.
- “Καλησπέρα σας κ. Πέτρου, δεν ξέρω αν με θυμάστε…”
Ο κ. Πέτρου με αγκάλιασε σφικτά και με φίλησε σταυρωτά.
- “Κώστα μου! Τι γίνεσαι ρε συ; Μια χαρά σε βλέπω. Πέρνα μέσα, να τα πούμε.”
Μπήκα στο σπίτι του κ. Πέτρου και καθίσαμε στο σαλόνι. Φαινόταν ενθουσιασμένος που με ξανάβλεπε, το ίδιο και η γυναίκα του. Χάρηκα πολύ με τη θερμή υποδοχή τους, έτρεφα μεγάλη εκτίμηση και για τους δύο.
Μιλήσαμε πολύ ώρα για τα νέα μας. Ο κ. Πέτρου είχε βγει στη σύνταξη και κρατούσε τα βιβλία μερικών μικροεπιχειρήσεων για να μην βαριέται. Επίσης, ασχολιόταν με το μποστάνι του και ένα κτήμα με εσπεριδοειδή που είχε. Η σύζυγός του απασχολείτο με τον Σύλλογο Πολυτέκνων Διδυμότειχου και το εργόχειρο. Δυο από τα παιδιά τους είχαν φύγει μόνιμα στην Αγγλία. Τα άλλα δυο εργάζονταν στην Ελλάδα, ένα στην Αλεξανδρούπολη και ένα στην Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη τους κόρη θα παντρευόταν το καλοκαίρι. Φαίνονταν πολύ ευτυχισμένοι που απολάμβαναν την ζωή του συνταξιούχου στην επαρχία.
Κατά τις δυο το μεσημέρι τους είπα ότι έπρεπε να φύγω. Ήταν ώρα φαγητού και δεν ήθελα να τους επιβαρύνω.
- “Άσε τις μαλακίες, θα μείνεις μαζί μας, όχι μόνο για μεσημεριανό, αλλά και για το βράδυ”
- “Μη σας βάζω σε κόπο, ήρθα απρόσκλητος.”
- “Κανένας κόπος. Το σπίτι είναι άδειο. Μόνο τα γερόντια μείναμε. Θα μας κάνεις και παρέα.”
Δεν μπορούσα να αρνηθώ την ειλικρινή επιμονή του κ. Πέτρου.
Αφού φάγαμε, ο κ. Πέτρος πρότεινε να ξεκουραστούμε λίγο για μεσημέρι και το απόγευμα να βγούμε για έναν καφέ. Δέχτηκα πρόθυμα, καθώς ήμουν αρκετά κουρασμένος. Η σύζυγος του κ. Πέτρου μου έδωσε πετσέτες για ντουζ και με έβαλε να μείνω στο δωμάτιο των αγοριών. Αφού έκανα το ντουζάκι μου, πήγα στο δωμάτιο να ξαπλώσω για μεσημέρι. Το δωμάτιο είχε μια κλασσική εφηβική εμφάνιση, παρά το γεγονός ότι τα αγόρια του κ. Πέτρου είχαν ενηλικιωθεί. Παρατηρώντας το δωμάτιο, πρόσεξα ένα ράφι με διάφορα αντικείμενα που τα αγόρια είχαν κρατήσει, προφανώς ως αναμνηστικά της παιδικής τους ηλικίας. Στο ράφι υπήρχε μια παλιά φωτογραφική μηχανή, μερικά συναρμολογούμενα αεροπλανάκια και το Game Boy που είχα χαρίσει στον κ. Πέτρου, όταν απολύθηκα. Ευχαριστήθηκα πολύ που το δώρο μου έπιασε τόπο και το είχαν ευχαριστηθεί τα παιδιά του.
Ξύπνησα φρέσκος το απογευματάκι, ντύθηκα και βγήκα στο σαλόνι. Ο κ. Πέτρος ήταν ήδη έτοιμος.
- “Πάμε να τα πούμε Κώστα. Η γυναίκα μου δεν θα έρθει, έχει να κάνει τα δικά της.”
Ακολούθησα τον κ. Πέτρου σε ένα καφενείο στην κεντρική πλατεία της γειτονιάς του. Καθίσαμε, παραγγείλαμε και αρχίσαμε να μιλάμε για την Οικονομία. Ήταν η προσφιλής συζήτηση όλων, την εποχή εκείνη. Εντυπωσιάστηκα με την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης που έκανε ο κ. Πέτρου. Λαμβάνοντας υπόψη του διάφορες πηγές που προέρχονταν από έγκριτα περιοδικά της Αγγλίας, της Αμερικής, της Γαλλίας και της Γερμανίας, καθώς και την εμπειρία του, προέβλεψε την επερχόμενη οικονομική κρίση. Συνέχισε, εξηγώντας μου ποια μέτρα πρέπει να πάρουμε σαν χώρα και γιατί. Ένας άνθρωπος της πιάτσας, είχε την οξυδέρκεια να εκτιμήσει ορθά και να μορφοποιήσει λύσεις για το επικείμενο πρόβλημα, που ταλαιπώρησε και θα ταλαιπωρεί τους Έλληνες για χρόνια. Μακάρι οι πολιτικοί μας να είχαν την ίδια ικανότητα...
Αφού ολοκληρώσαμε τα σοβαρά ζητήματα, έφερα τη συζήτηση γύρω από την βιοτεχνία. Ανέφερα στον κ. Πέτρου ότι είχα πάει και ήταν εγκαταλελειμμένη. Ο κ. Πέτρου κούνησε με θλίψη το κεφάλι του και μου εξιστόρησε την εξέλιξη της βιοτεχνίας.
Ο Ιδιοκτήτης και η Προϊσταμένη συνέχισαν για καμιά δεκαετία να διευθύνουν την εταιρεία με τις ίδιες αρχές. Μετά, ανέλαβε ο γιος τους, ο οποίος άλλαξε τελείως τη φιλοσοφία της επιχείρησης. Επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο κέρδος. Έκλεισε αρκετές συμβάσεις με Γαλλικές εταιρείες, οι οποίες στέλνανε τα πατρόν τους για παραγωγή. Επίσης, άνοιξε δουλειές με Ρώσους και Ουκρανούς εμπόρους. Ο τζίρος πολλαπλασιάστηκε, αλλά ο νέος Ιδιοκτήτης ήταν πολύ αυστηρός εργοδότης. Έκοψε πολλά προνόμια, δεν πλήρωνε ολόκληρες υπερωρίες, έβαλε τους εργαζόμενους να χτυπάνε κάρτα και γενικώς τους πίεσε πολύ.
Οι εργαζόμενοι μοιραία κάποια στιγμή αντέδρασαν, στην αρχή με διαμαρτυρίες και αργότερα με απεργίες. Η κατάσταση έφτασε στα άκρα. Τελικά, το 2003, κάποιος από το σωματείο κατάγγειλε την επιχείρηση στη εφορία για απόκρυψη εσόδων. Η εφορία επέβαλλε ένα γερό πρόστιμο στον ιδιοκτήτη, το οποίο αργότερα μειώθηκε, με το ανάλογο λάδωμα. Ο νέος Ιδιοκτήτης από τότε μαλάκωσε. Έδωσε πίσω κάποια από τα προνόμια και πλήρωνε τις υπερωρίες δικαιότερα, αν και όχι 100% σύμφωνα με το νόμο. Ωστόσο, με την διαλλακτική στάση του νέου Ιδιοκτήτη, η κατάσταση βελτιώθηκε. Όλοι πίστευαν ότι η βιοτεχνία θα συνέχιζε κανονικά τον κύκλο εργασιών της.
Δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε, ο νέος Ιδιοκτήτης από την αρχή της αντιπαράθεσης, είχε άλλα σχέδια. Το καλοκαίρι του 2005, απέλυσε ξαφνικά όλους τους εργαζόμενους, ξενοίκιασε το κτήριο και μετέφερε την έδρα της επιχείρησης στην Βουλγαρία. Πήρε όλα τα μηχανήματα, τα γραφεία και το εμπόρευμα. Σχεδόν ογδόντα οικογένειες έμειναν χωρίς εισόδημα. Οι αποζημιώσεις που δόθηκαν βοήθησαν στην αρχή, αλλά λίγοι πρώην εργαζόμενοι της βιοτεχνίας κατάφεραν να βρουν αλλού σταθερή δουλειά.
Ειλικρινά στεναχωρήθηκα. Είχα ζήσει την επιχείρηση και τους εργαζομένους της, τους ένιωθα φίλους μου. Ρώτησα τον κ. Πέτρου για μερικούς από αυτούς και κατόπιν έφερα την κουβέντα γύρω από τον Ιδιοκτήτη και την Προϊσταμένη. Ο κ. Πέτρου μου είπε ότι το σπίτι τους βρισκόταν σε ένα κτήμα έξω από την Ορεστιάδα, στο δρόμο προς Καστανιές. Όμως, το είχαν παραχωρήσει στο γιο τους και είχαν μετακομίσει στο Παροδικό. Τον ρώτησα αν έχει στοιχεία επικοινωνίας για να τους επισκεφτώ. Ο κ. Πέτρου μου χαμογέλασε, έβγαλε το κινητό του και κάλεσε κάποιο νούμερο.
- “Καλημέρα σας, είμαι ο Πέτρου, τι κάνετε κ. Ιδιοκτήτη;”
- “Μια χαρά, δόξα τον Θεό. Θα έρθω μια μέρα να τα πούμε από κοντά. Όμως, κάποιος άλλος θέλει να δει εσάς και τη γυναίκα σας οπωσδήποτε αύριο.”
- “Δεν μπορώ να σας πω, είναι έκπληξη. Θα είστε σπίτι αύριο;” - “Ωραία, θα του δώσω οδηγίες…”
Κατόπιν, ο κ. Πέτρου συζήτησε με τον Ιδιοκτήτη για διάφορα τοπικά θέματα. Μόλις έκλεισε, μου έδωσε το νούμερο του τηλεφώνου και οδηγίες για το σπίτι του Ιδιοκτήτη. Δεν τις χρειαζόμουν, αλλά τις σημείωσα για να μη καταλάβει ο κ. Πέτρου ότι ήξερα που ήταν. Καθίσαμε στο καφενείο μέχρι που νύχτωσε και μετά συναντήσαμε τη σύζυγο του κ. Πέτρου σε μια κοντινή ταβέρνα. Περάσαμε πολύ όμορφα, συζητώντας για τα παλιά. Γυρίσαμε σπίτι λίγο πριν τα μεσάνυκτα.
Την επόμενη μέρα ήπιαμε έναν τελευταίο καφέ με τον κ. Πέτρου και τη σύζυγό του και αναχώρησα για το Παροδικό. Έφτασα λίγο μετά τις δέκα το πρωί. Ο Ιδιοκτήτης καθόταν στο παράθυρο παρατηρώντας τον δρόμο, περίεργος ποιος θα ήταν ο επισκέπτης. Μόλις με είδε, βγήκε ενθουσιασμένος, κατέβηκε την σκάλα και με αγκάλιασε. Με συνόδευσε στο σπίτι και με οδήγησε στη σάλα. Το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του, ως παραδοσιακό Θρακιώτικο σπίτι, είχε μείνει ανέπαφος.
- “Κορίτσια, ελάτε να δείτε ποιος μας επισκέπτεται.”
Η Προϊσταμένη και η Λουκία ξεπρόβαλλαν από τα δωμάτιά τους. Μόλις με αντίκρισαν, έβγαλαν μια ενθουσιώδη στριγκλιά. Η Λουκία έτρεξε προς το μέρος μου και κυριολεκτικά έπεσε στην αγκαλιά μου. Η Προϊστάμενη με πλησίασε και με αγκάλιασε σφικτά μαζί με τη Λουκία. Τέτοια υποδοχή μόνο οι γονείς και ο αδερφός μου έχουν επιφυλάξει.
- “Το ήξερες ότι θα έρθει σήμερα ο Κώστας και δεν μας το είπες;”
- “Όχι, ακριβώς. Ο Πέτρου με πήρε και μου είπε ότι κάποιος θέλει να μας δει, χωρίς να πει ότι είναι ο Κώστας. Και εγώ εξεπλάγην όταν τον είδα.”
Καθίσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι. Τόσο ο Ιδιοκτήτης, όσο και η Προϊσταμένη μου φάνηκαν πολύ γερασμένοι. Δεν ήταν μόνο τα άσπρα μαλλιά και οι ρυτίδες. Ήταν και ο τρόπος που κινούνταν, καθώς επίσης και το σώμα τους. Είχαν χάσει πολύ βάρος και είχαν σχηματίσει καμπούρα, όπως όλοι οι ψηλοί άνθρωποι, μετά από κάποια ηλικία. Ωστόσο, φαίνονταν πολύ ήρεμοι και μάλλον ευτυχισμένοι.
Με ρώτησαν για την επαγγελματική και προσωπική μου ζωή. Τους είπα για την επιχείρηση που είχα ανοίξει και τις δουλειές που είχα σε εξέλιξη. Μετά τους μίλησα για τη Μαρία και τα παιδιά μου, δείχνοντάς τους φωτογραφίες από το κινητό μου. Χάρηκαν ειλικρινά, κάτι που με συγκίνησε. Κατόπιν τους ρώτησα για τα δικά τους νέα.
Μου είπαν ότι ο Ιδιοκτήτης, το 1999, έπαθε έμφραγμα, κάτι που τον οδήγησε στην απόφαση να αποσυρθεί από τη βιοτεχνία. Η Προϊσταμένη τον ακολούθησε. Στην αρχή έμειναν στο κτήμα τους, αλλά όταν ο γιος του παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, αποφάσισαν να μετακομίσουν με τη Λουκία στο Παροδικό. Αποδείχθηκε η καλύτερη απόφαση που είχαν πάρει στη ζωή τους. Όσο εργάζονταν ήταν απορροφημένοι από τη δουλειά, γεγονός που είχε συντελέσει σε μεγάλο βαθμό στην συναισθηματική απομάκρυνσή τους. Όταν σταμάτησαν, επικεντρώθηκαν στη σχέση τους και δέθηκαν πάλι ως ζευγάρι. Αποδέχτηκαν τα θετικά και τα αρνητικά του χαρακτήρα τους, συγχώρεσαν ο ένας το άλλο και ξεκίνησαν μια νέα κοινή πορεία. Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά, επρόκειτο για αξιόλογους ανθρώπους, που άξιζαν μια καλύτερη συμβίωση.
Τα νέα της Λουκίας ήταν ακόμα καλύτερα. Όταν η Εκπαιδεύτρια, πού είχαν προσλάβει, ολοκλήρωσε το πρόγραμμά της, έστειλαν τη Λουκία στη Γαλλία. Εκεί παρακολούθησε ένα διετές ειδικό πρόγραμμα. Στο πρόγραμμα γνώρισε ένα αγόρι, επίσης με σύνδρομο Ντάουν, με το οποίο έκανε δεσμό. Από τότε, έμεναν έξι μήνες σε ένα χωριό στη βόρεια Γαλλία, υπό την εποπτεία των γονιών του αγοριού και έξι μήνες στο Παροδικό, υπό τη δική τους εποπτεία. Το αγόρι θα ερχόταν σε μερικές μέρες. Ήταν ευτυχισμένη και είχε μια γεμάτη ζωή, παρά το θέμα υγείας που αντιμετώπιζε. Και μόνο γι αυτό το νέο, άξιζε που δεν έφυγα για Αθήνα με την Μαρία.
Κατόπιν, φέραμε συζήτηση για την βιοτεχνία. Ο Ιδιοκτήτης και η Προϊσταμένη μου παρουσίασαν, από τη δική τους πλευρά, την όλη ιστορία. Ήταν της γνώμης ότι οι εργαζόμενοι δεν είχαν καταλάβει ότι οι καιροί ήταν διαφορετικοί. Ο ανταγωνισμός από την Ασία και τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ επέβαλαν την μείωση του κόστους, χωρίς αντίστοιχη επίδραση στην ποιότητα. Επίσης, η φορολογία και οι εισφορές είχαν αυξηθεί δραματικά. Για να συνεχίσει να λειτουργεί η επιχείρηση, τα εργατικά προνόμια και δικαιώματα που υπήρχαν έπρεπε να περικοπούν. Μου είπαν χαρακτηριστικά ότι το έτος πριν μεταφερθεί στην Βουλγαρία, το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του γιου της ήταν ισοδύναμο με τρεις εργατικούς μισθούς. Το ρίσκο δεν ήταν ανάλογο με το κέρδος. Υποστήριζαν, λοιπόν, ότι ο γιος τους, με δεδομένη την στάση των εργατών, δεν είχε άλλη επιλογή. Ήταν αναγκασμένος να μεταφέρει τη βιοτεχνία σε μέρος με καλύτερο φορολογικό και εργατικό καθεστώς.
Ο Ιδιοκτήτης και η Προϊσταμένη ήταν πολύ στεναχωρημένοι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Είχαν δημιουργήσει την βιοτεχνία από το μηδέν, ήθελαν να παραμένει στο Διδυμότειχο και να εξελιχθεί. Η θλίψη τους ήταν τόση που, από όταν πάρθηκε η απόφαση για την μεταφορά της στην Βουλγαρία, δεν είχαν επισκεφτεί το Διδυμότειχο. Η σκέψη και μόνο ότι θα περάσουν μπροστά από το καταρρέον κτήριο, τους απέτρεπε.
Τα χρόνια λίγο πριν και αρκετά μετά την κρίση του 2008-2010, βίωσα και άκουσα για πολλές ανάλογες περιτπωσεις. Ολόκληρες επιχειρήσεις διαφόρων διαμετρημάτων μετανάστευσαν προς άλλες χώρες, χωρίς να αναπληρώνονται από νέες. Οι Έλληνες οδηγήθηκαν από την παραγωγή στην παροχή υπηρεσιών, με ότι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται. Δεν ξέρω αν τελικά η μεταστροφή αυτή είναι προς το γενικότερο συμφέρον. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι η κρίση άλλαξε ριζικά την δομή και την νοοτροπία της χώρας.
Αφού ολοκληρώσαμε τη συζήτηση, ο Ιδιοκτήτης μου πρόσφερε φιλοξενία για το βράδυ, την οποία αποδέχτηκα ευχαρίστως. Η Προϊσταμένη με οδήγησε στο κατώι, το οποίο είχε διαμορφωθεί σε ημιανεξάρτητο ξενώνα. Άφησα τη βαλίτσα μου, φρεσκαρίστηκα και ανέβηκα για φαγητό. Περάσαμε την υπόλοιπη μέρα, μέχρι το βράδυ, τρώγοντας και πίνοντας. Ο Ιδιοκτήτης πήρε τηλέφωνο μια τοπική ταβέρνα και έδωσε μια παραγγελία ικανή να θρέψει έναν λόχο. Η Προϊσταμένη έφερε τρία μονόλιτρα μπουκάλια με αγνό τοπικό τσίπουρο. Καταναλώθηκαν τα πάντα αλύπητα!
Λίγο πριν πάμε για ύπνο, η Προϊσταμένη, εκμεταλλευόμενη την απουσία του Ιδιοκτήτη στην τουαλέτα, με πλησίασε και με ρώτησε:
- “Κώστα, η Λουκία μου είπε ότι θέλει να κάνετε σεξ, όπως παλιά. Το αγόρι της δεν μπορεί, έχει πιο έντονα τα συμπτώματα του συνδρόμου. Έχεις πρόβλημα;”
Δεν μπορούσα να πω όχι. Χρωστούσα χάρη στη Λουκία για τις ακολασίες στις οποίες την είχα υποβάλει στο παρελθόν. Ήξερα ότι η Μαρία δεν θα είχε θέμα, η σχέση μας είχε ήδη διαμορφωθεί πάνω στην αρχή του ελεύθερου σεξ.
- “Με μεγάλη χαρά Προϊσταμένη.”
- “Θα έρθει στον ξενώνα το βράδυ. Μην κάνετε πολύ φασαρία, δεν θέλω ο Ιδιοκτήτης να το καταλάβει. Αν και με το ποτό που έχουμε πιει, δεν νομίζω να σας πάρει χαμπάρι, ότι και αν κάνετε…”
Μόλις ήρθε ο Ιδιοκτήτης κόψαμε την κουβέντα, φάγαμε γλυκό και φύγαμε για ύπνο.
Αργά το βράδυ η Λουκία ήρθε στον ξενώνα και κάναμε έρωτα. Έκανα τα πάντα για να την ευχαριστήσω, προσφέροντάς της τρυφερό και στοργικό σεξ. Οι τύψεις μου για το παρελθόν μαλάκωσαν από εκείνο το βράδυ. Δεν θεωρούσα ότι την είχα αποζημιώσει για όσα πέρασε μαζί μου. Ήταν, όμως, μια ελάχιστη ανταπόδοση για το γεγονός ότι η αγνή της καρδιά δεν μου κρατούσε καμμιά κακία.
Το επόμενο πρωί αναχώρησα για Αθήνα. Ένιωθα μια αξιοζήλευτη μακαριότητα, μια πλήρη ψυχική πληρότητα. Κατάλαβα ότι υπήρχαν άνθρωποι που με αγαπούσαν και με εκτιμούσαν, παρά την απόσταση. Δεν κουράστηκα καθόλου κατά το μακρινό ταξίδι της επιστροφής. Το σώμα μου έπαιρνε ενέργεια από την ευδαιμονία της επίσκεψής στα παλιά μου λημέρια.
Από τότε και μέχρι το 2014 τηλεφωνούσα τακτικά στον κ. Πέτρου, στον Ιδιοκτήτη και στην Προϊσταμένη. Μάθαινα νέα τους και ευχαριστιόμουν που ήταν καλά. Μετά με έπνιξαν οι οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να χάσω επαφή. Ήθελα πολύ, στο πλαίσιο της αναγέννησης της ιστοσελίδας, να επικοινωνήσω μαζί τους εκ νέου. Φοβόμουν, όμως, μην κάποιο από τα προσφιλή μου αυτά πρόσωπα έχει αποβιώσει. Κάτι τέτοιο θα μου δημιουργούσε μεγάλη θλίψη. Εύχομαι να είναι καλά και να περνάνε καλύτερα, δεν θα τους ξεχάσω όσο ζω.
Cookie | Duration | Description |
---|---|---|
cookielawinfo-checkbox-analytics | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics". |
cookielawinfo-checkbox-functional | 11 months | The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional". |
cookielawinfo-checkbox-necessary | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary". |
cookielawinfo-checkbox-others | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other. |
cookielawinfo-checkbox-performance | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance". |
viewed_cookie_policy | 11 months | The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data. |