
Η Κωλάθρα της Μαρίας
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΕΞ ΚΩΣΤΑ
ΜΕΡΟΣ 2: Φοιτητής Α
Ερωτική Ιστορία

Τον Σεπτέμβριο του 1981 γράφηκα στην ΑΒΣΠ και ξεκίνησα τις σπουδές μου. Μετά από το πρώτο σοκ, προσαρμόστηκα στον τρόπο διδασκαλίας και άρχισα να μελετάω ανάλογα. Παράλληλα, άρχισα να γνωρίζω την ζωή και την κοινωνία.
Ο Δημήτρης είχε περάσει από τους τελευταίους στην Νομική Αθηνών. Ειλικρινά εντυπωσιάστηκα, δεν περίμενα να πετύχει. Τα τελευταία δυο χρόνια, μελετούσε σχετικά λίγο, έβγαινε συνέχεια και γαμούσε σαν κουνέλι. Είχε, ωστόσο, υψηλή νοημοσύνη, ψυχραιμία και έμφυτο ταλέντο στα θεωρητικά μαθήματα. Τον θαύμασα και τον εκτίμησα πολύ ως μυαλό και προσωπικότητα.
Μετά τα μαθήματα, συναντούσα τον Δημήτρη και πίναμε καφέ με συμφοιτητές και συμφοιτήτριες, πότε στην Αθήνα και πότε στον Πειραιά. Επρόκειτο για παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων και πολιτικών απόψεων, από όλες τις γωνιές της Ελλάδας. Οι εμπειρίες καθενός ήταν μοναδικές και μου έδειχναν κάθε πτυχή της Ελληνικής κοινωνίας.
Με τα παιδιά μιλάγαμε για την πολιτική, τις ανθρώπινες σχέσεις, τα κοινωνικά θέματα και γενικώς για τα πάντα. Μορφώναμε ο ένας τον άλλο με τις θέσεις, τις απόψεις και τα βιώματά μας. Ήταν μια αργή, αλλά σταθερή πορεία προς την διαμόρφωση των πιστεύω μας. Πολλά παιδιά μιλούσαν και για τις συναισθηματικές τους σχέσεις. Διηγούντο τόσο τις καλές, όσο και τις άσκημες εμπειρίες τους. Άκουγα τις καλές εμπειρίες με ενδιαφέρον και τις άσκημες με επιπολαιότητα. Λυπόμουν για τα παιδιά που είχαν γνωρίσει απογοητεύσεις, αλλά δεν πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί σε εμένα. Ήμουν, όπως έλεγε ο Δημήτρης, ένας ρομαντικά αφελής, που πίστευε ότι η τιμή που υπάρχει στο καναβάτσο, υπάρχει και στη ζωή...
Παράλληλα, διατηρούσα τη σχέση μου με την Τίτη. Δεν βγαίναμε τόσο συχνά, αφού η Τίτη μελετούσε πολύ. Όμως, συναντιόμασταν αρκετές φορές και δεν χάναμε εκδήλωση της ΚΝΕ. Της μίλαγα για τις εμπειρίες των φοιτητών που μάθαινα και τα μαθήματα στην ΑΒΣΠ. Της έδινα κουράγιο στη δύσκολη προσπάθειά της και της έλεγα πόσο την αγαπώ. Η Τίτη άκουγε με ενδιαφέρον και ήταν πολύ θερμή μαζί μου. Όμως, δεν μου έλεγε ότι με αγαπάει ή ότι είμαι ο άνδρας της ζωής της, όπως στις αρχές της σχέσης μας. Στο σεξ, ωστόσο, παρέμενε κανόνι. Δεν έλεγε όχι στο γαμήσι και έκανε τα πάντα. Συνέχιζε να μου ζητάει να τη βρίζω και να την δέρνω στον κώλο, κάτι που έκανα εντελώς απρόθυμα και χωρίς ρεαλισμό. Η Τίτη στραβομουτσούνιαζε λίγο, αλλά δεν παραπονιόταν.
Τον Ιούνιο του 1982, που η Τίτη τέλειωσε με τις εξετάσεις της, πήγαμε δέκα μέρες διακοπές μόνοι μας στη Ίο. Ήταν οι καλύτερές μου διακοπές, με διαφορά. Περάσαμε τέλεια, κάναμε πολύ σεξ και η Τίτη ήταν ιδιαίτερα τρυφερή μαζί μου. Τον Σεπτέμβριο, μάθαμε ότι η Τίτη πέρασε στην Ιατρική Αθηνών. Βγήκαμε με φίλους στο μπαρ της γειτονιάς που συχνάζαμε και έγινε φοβερό γλέντι. Μετά, πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο και κάναμε τον καλύτερο έρωτα που είχα κάνει στη ζωή μου. Η Τίτη ήταν ανεπανάληπτη και συναισθηματική όσο ποτέ. Είχε τρεις οργασμούς και όταν τελειώσαμε η Τίτη κούρνιασε στην αγκαλιά μου και μου ψιθύρισε στο αυτί:
- “Σ’ αγαπώ Κώστα, σ’ αγαπώ πολύ. Ξέρω ότι μ’ αγαπάς και εσύ, παρότι δεν το αξίζω”
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και ήμουν πολύ κουρασμένος να ρωτήσω. Την φίλησα στοργικά και κοιμηθήκαμε αγκαλιά μέχρι τα ξημερώματα. Ήμουν πολύ ερωτευμένος με την Τίτη και θα έκανα τα πάντα γι αυτήν.
Για να κατανοήσετε την συνέχεια της διήγησης είναι απαραίτητο να επισημάνω μια ιδιαιτερότητα που είχε η Τίτη στο σεξ. Στα προκαταρκτικά αντιδρούσε βογκώντας, αναστενάζοντας και λέγοντας ενίοτε ρομαντικά ερωτόλογα, όπως όλες σχεδόν οι γυναίκες. Ωστόσο, όταν άρχιζα να μπαινοβγαίνω μέσα της το μόνο που έλεγε ήταν:
- “Άουουουτς, Άουουουτς, Άάάάάουουουτς”,
με ύφος ανάλογο με την καύλα της και το ρυθμό του γαμησιού μου. Δεν φώναζε άναρθρα. Δεν με προέτρεπε να την πηδήξω με χυδαιότητες ή μη. Δεν φώναζε “Ναι, ναι, ναι” ή κάτι ανάλογο. Φώναζε απλώς και αποκλειστικώς: “Άουτς, Άουουουτς, Άάουουτς”.
Επίσης, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες γυναίκες, όταν ερχόταν σε οργασμό φώναζε δυνατά και μακρόσυρτα:
- “Όλααααααααααα”
Όσες φορές ήρθε σε οργασμό, δεν την άκουσα να φωνάζει “Χύνωωω”, “Λιώνωωωω” ή κάτι παρόμοιο. Μόνο “Όλαααααα”. Μάλιστα, όταν ο οργασμός της ήταν πολύ έντονος, το έλεγε διπλό, κάτι σαν “Όλαααααααααα, λέω, Όλαααααααααααααα”.
Η ιδιαιτερότητα αυτή στην αρχή μου φάνηκε παράδοξη. Ομολογώ ότι με χαλούσε και λίγο. Σιγά-σιγά όμως την αποδέχτηκα. Από ένα σημείο και έπειτα, μάλιστα, την εύρισκα και λίγο σέξι. Μου άρεσε που ήταν εύκολο να καταλάβω τι ήθελε η Τίτη. Το μόνο που είχα να κάνω είναι να ακούω τα “Άουουουτς, Άουουτς” της και να προσαρμόζομαι στο σεξ, μέχρι να ακούσω το “Όλαααααααααα” της.
Συζήτησα το θέμα με τον Δημήτρη για να μάθω αν του είχε τύχει ή είχε ακούσει κάτι ανάλογο. Μόλις του εκμυστηρεύτηκα το ζήτημα, ο Δημήτρης έσκασε στα γέλια. Μου ζήτησε μια μέρα να του πω που θα γαμήσω, για να έρθει κρυφά να την ακούσει και αυτός. Φυσικά, τον έχεσα πατόκορφα και ποτέ δεν του ικανοποίησα την επιθυμία. Όμως, από την αντίδρασή του, σιγουρεύτηκα ότι καμμιά άλλη γυναίκα δεν αντιδρά ανάλογα. Η ιδιαιτερότητα αυτή ήταν και μάλλον παραμένει, το “σήμα κατατεθέν” της Τίτης, που την ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες.
Όλα έμοιαζαν παραμυθένια τέλεια, μέχρι τον Οκτώβριο του 1982. Η Τίτη ξεκίνησε την φοίτησή της στην Ιατρική Αθηνών και εγώ συνέχιζα τις σπουδές μου, χωρίς να χρωστάω μαθήματα. Ο λαός ζούσε τον μύθο της Αλλαγής, κάτω από την πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι προσδοκίες όλων ήταν αισιόδοξες. Όμως, για μένα έμελλε ο χειμώνας του 1982 να είναι μια πολύ ψυχοφθόρα περίοδος.
Στα μέσα του Οκτωβρίου του 1982, πέθανε ο προπονητής μου από καρδιακό επεισόδιο. Τον αγαπούσα και τον εκτιμούσα, σχεδόν όσο τον πατέρα μου. Στεναχωρήθηκα τόσο που δεν έφαγα για δυο μέρες. Στην κηδεία σήκωσα το φέρετρο με τρεις ακόμα συναθλητές μου και έκλαψα σαν παιδί. Μετά τον θάνατο του προπονητή μου, δεν μπορούσα να πηγαίνω στο ίδιο γυμναστήριο. Την εποχή εκείνοι οι πιο διάσημοι σύλλογοι στην Ελληνορωμαϊκή ήταν ο Εθνικός και ο Αίαντας. Τους επισκέφτηκα και έκανα μερικές δοκιμαστικές προπονήσεις, αλλά η εμπειρία δεν ήταν η ίδια. Οι προπονητές στους συλλόγους αυτούς ήταν εξαιρετικοί, πολύ καλύτεροι από τον δικό μου. Όμως, είχα συνδέσει το άθλημα με τον προπονητή μου και δεν μπορούσα να συνηθίσω με άλλους. Έτσι, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός συμφοιτητή, αποφάσισα να το γυρίσω στην πυγμαχία. Γράφτηκα, λοιπόν, στο τμήμα ενηλίκων του Πανελλήνιου και ξεκίνησα προπονήσεις.
Η Τίτη είχε αφοσιωθεί πλήρως στις σπουδές της. Σταδιακά οι επαφές μας αραίωσαν και γίνονταν μόνο μετά από δική μου επιμονή. Στις συναντήσεις μας η Τίτη ήταν ευγενική, αλλά όχι και τόσο θερμή. Η μετάβαση από το πάθος του Σεπτεμβρίου στην ψυχρότητα έγινε με αργό, αλλά σταθερό ρυθμό. Το σεξ σιγά-σιγά έχασε το πάθος του. Η Τίτη δεν ερχόταν συχνά σε οργασμό και δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες. Ο Δημήτρης μου έλεγε ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά εγώ δεν ήθελα να το πιστέψω. Νόμιζα ότι, μόλις η Τίτη προσαρμοστεί στη Σχολή της, θα γίνει όπως ήταν τον Σεπτέμβριο.
Μια μέρα, τον Ιανουάριο του 1983, είχα ραντεβού με τον Δημήτρη στο κέντρο, μετά τα μαθήματα. Έφτασα στην ώρα μου, αλλά ο Δημήτρης ήταν άφαντος. Περίμενα κανένα τέταρτο. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Όταν κάποιος αργούσε, παίρναμε τηλέφωνο, από ένα περίπτερο ή τηλεφωνικό θάλαμο, κάποιον συμφωνημένο συγγενή του. Αν κάτι είχε συμβεί, ο αργοπορημένος άφηνε μήνυμα στον συμφωνημένο συγγενή, το οποίο εκείνος μας μεταβίβαζε. Έτσι, ξέραμε αν έπρεπε να περιμένουμε ή να φύγουμε. Βλέποντας ότι ο Δημήτρης δεν ερχόταν, πήρα τηλέφωνο τη μάνα του. Εκείνη με ενημέρωσε ότι ο Δημήτρης είχε μια έκτακτη συνάντηση με έναν καθηγητή του, αλλά δεν θα αργούσε πολύ. Ήθελε να πάω σε μια καφετέρια, να κάτσω και να τον περιμένω. Σκέφτηκα για λίγο. Έκανε λίγο κρύο και είχε συννεφιά. Η μέρα δεν ήταν κατάλληλη για έξω.
- “Θα περιμένω στην καφετέρια του ξενοδοχείου Τιτάνια.”
- “Εντάξει, αγόρι μου. Καλά να περάσετε και μην αργήσετε για μεσημεριανό”
- “Ευχαριστώ πολύ. Μην ανησυχείτε, θα είμαστε έγκαιρα πίσω.”
Έκλεισα το τηλέφωνο και πήγα με τα πόδια στο ξενοδοχείο Τιτάνια. Έφτασα σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Διάλεξα ένα τραπέζι στην πίσω σάλα, παράγγειλα ένα φραπέ και περίμενα το Δημήτρη. Στην επόμενη ώρα θα βίωνα την μεγαλύτερη απογοήτευση που έχω βιώσει στη ζωή μου.
Ορισμένες φορές σκέφτομαι τα παιχνίδια που παίζει η τύχη. Αν ο Δημήτρης δεν είχε έκτακτη συνάντηση με τον καθηγητή του, δεν θα βρισκόμουν στη συγκεκριμένη καφετέρια. Μπορούσα, επίσης, να είχα διαλέξει οποιαδήποτε καφετέρια από τις δεκάδες της περιοχής, αλλά διάλεξα τη συγκεκριμένη. Όταν έφτασα, μπορούσα να είχα καθίσει οπουδήποτε, κάθισα, όμως, στο συγκεκριμένο τραπέζι της πίσω σάλας. Η τύχη έπαιξε την ημέρα εκείνη μαζί μου και άλλαξε η ζωή μου. Δεν είχαν άδικο οι Αρχαίοι που την είχαν θεοποιήσει...
Ο Δημήτρης ήρθε μετά από κανένα εικοσάλεπτο. Παράγγειλε καφέ και αρχίσαμε να μιλάμε για τα θέματα της ημέρας. Ήταν πολύ χαρούμενος. Ο καθηγητής, με τον οποίο είχε συναντηθεί, ήθελε να δημοσιεύσει μια εργασία του Δημήτρη στην Νομική Επιθεώρηση. Μεγάλο επίτευγμα για έναν δευτεροετή φοιτητή. Τον συγχάρηκα θερμά και του ευχήθηκα να εκατοστήσει τις δημοσιεύσεις του, κάτι που, μέχρι να πάρει σύνταξη, σίγουρα θα πετύχει. Κατόπιν, το γυρίσαμε στα γκομενικά. Ο Δημήτρης μου διηγείτο πως είχε γαμήσει, σε δυο μέρες, τρεις διαφορετικές φοιτήτριες του Παιδαγωγικού. Τότε, σε ένα κοντινό τραπέζι, κάθισε μια παρέα τριών ανδρών. Ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, ατημέλητοι και μάλλον άξεστοι. Μιλούσαν δυνατά και γελούσαν ηχηρά, αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους θαμώνες.
Οι άνδρες σχολίαζαν το ποδόσφαιρο. Τους ακούγαμε καθαρά και ενοχλούμασταν από την ένταση της συζήτησής τους, αλλά αποφεύγαμε να τους κάνουμε παρατήρηση. Μιλάγαμε χαμηλόφωνα μεταξύ μας και ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να φύγουμε, όταν ένας από αυτούς πήρε το λόγο.
- “Σας είπα ρε μαλάκες για μια περίπτωση γκόμενας που μου έκατσε;”
- “Όχι, πότε σου έκατσε;”
- “Πριν καμμιά δεκαριά μέρες. Τη γνώρισα σε ένα μπαρ. Σπουδάζει γιατρός.”
- “Καλή περίπτωση. Την πήδηξες;”
- “Αν την πήδηξα λέει; Την έχω ξεφτιλίσει στον πούτσο και γουστάρει σαν σκύλα στο μήνα της. Αλλά ο χαβαλές είναι αλλού.”
- “Που είναι ο χαβαλές;”
- “Της αρέσει να την δερνουν και όταν τον παίρνει φωνάζει ′Άουτς Άουτς Άααουουουουτς′ και όταν χύνει φωνάζει ′Όλαααααα′.”
Οι άνδρες άρχισαν να γελούν και να ζητάνε λεπτομέρειες. Ο άνδρας, που έκανε τη διήγηση, ξεκίνησε να εξιστορεί τα γαμήσια του, μιμούμενος κοροϊδευτικά τις κραυγές ′Άαααουτς′ και ′Όλαααα′ της ερωμένης του. Συνειδητοποίησα αμέσως ότι επρόκειτο για την Τίτη. Ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.
Μετά την πρώτη έκπληξη, με κυρίευσε μια επίμονη παρόρμηση να σαπίσω την παρέα στο ξύλο. Ο εγκέφαλός μου είχε δώσει εντολή στο σώμα να πλησιάσει το τραπέζι τους και να αρχίσει να τους κτυπάει, μέχρι και οι τρεις να βρεθούν στο πάτωμα. Έσφιξα τις γροθιές μου και ήμουν έτοιμος να σηκωθώ. Ο Δημήτρης ήξερε πόσο αγαπούσα την Τίτη και έτσι κατάλαβε τι σκόπευα να κάνω. Με έπιασε από το μπράτσο και μου μίλησε με ήρεμη, αλλά σταθερή, φωνή.
- “Κώστα, είσαι παλαιστής και πυγμάχος. Αν χτυπήσεις κάποιον, θα τον στείλεις νοσοκομείο. Μπορεί και να τον σκοτώσεις. Γάμα τους. Πάμε να φύγουμε, δεν αξίζει.”
Η προτροπή του Δημήτρη, σε συνδυασμό με την αυτοπειθαρχία που είχα μάθει κατά τις προπονήσεις, έπιασε τόπο. Ο θυμός δεν μου πέρασε, αλλά ο εγκέφαλός μου ξαναβρήκε τη λογική του. Σηκώθηκα και ακολούθησα τον Κώστα, χωρίς να ρίψω άλλη ματιά στο τραπέζι των ανδρών. Τα γέλια τους ακούγονταν μέχρι την έξοδο.
Ο Δημήτρης κάλεσε ένα ταξί και φύγαμε για το σπίτι μου. Ήμουν αμίλητος. Ο Δημήτρης πήγε κάτι να πει, αλλά τον έκοψα. Στη μέση της διαδρομής θυμήθηκα ότι δεν είχαμε πληρώσει τους καφέδες μας. Σκέφτηκα να πω στο ταξί να γυρίσει, αλλά δεν το εύρισκα καλή ιδέα. Όταν φτάσαμε σπίτι, ο Δημήτρης με ανέβασε μέχρι το διαμέρισμα. Φοβόταν μην πάω στο διαμέρισμα της Τίτης και το κάνω λαμπόγυαλα. Δεν είχα τέτοιο σκοπό βέβαια, αλλά ο Δημήτρης δεν το ήξερε. Μπήκα στο σπίτι μου, ευχαρίστησα το Δημήτρη και έκατσα στον καναπέ. Ο θυμός που ένιωθα είχε δώσει τη θέση του σε ένα απέραντο αίσθημα ντροπής. Αισθανόμουν τον ανδρισμό μου καταρρακωμένο. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια, αλλά συγκρατήθηκα. Έβαλα μια γερή δόση από το ουίσκι του πατέρα μου. Όπως δεν ήμουν συνηθισμένος στο ποτό, με έπιασε αμέσως. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και κοιμήθηκα βαριά μέχρι το βράδυ.
Όταν ξύπνησα οι γονείς και ο αδερφός μου είχαν επιστρέψει. Σηκώθηκα με πολύ βαριά διάθεση. Η μάνα μου με ρώτησε γιατί δεν έφαγα. Της είπα ότι είχα φάει στην εστία με φίλους. Μάλλον κατάλαβε ότι της έλεγα ψέμματα, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγα στο δωμάτιό μου και προσπάθησα να μελετήσω. Η ιδέα ότι η Τίτη με κεράτωνε, δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ. Σηκώθηκα και έκανα βάρη, αλλά ούτε αυτό με ηρέμησε. Έβαλα, λοιπόν, τη φόρμα μου και βγήκα για τρέξιμο.
Κατευθύνθηκα προς την Πατησίων και έστριψα στην Πλατεία Κολιάτσου, με κατεύθυνση προς το κέντρο. Δεν είχα ρυθμό, απλώς έτρεχα σαν τρελός, παραμιλώντας και βρίζοντας που και που. Δεν με ένοιαζε το κρύο, ούτε ότι ψιχάλιζε. Σίγουρα οι άνθρωποι που με έβλεπαν με θεωρούσαν τρελό. Συνέχισα το τρέξιμο προς την Αλεξάνδρας, ανέβηκα στον Παναθηναϊκό και έστριψα προς το Πάρκο Ελευθερίας. Δεν είχα ξανατρέξει τόσο μακριά. Συνέχισα προς κέντρο, έφτασα Ομόνοια και πήρα πάλι την Πατησίων. Γύρισα σπίτι μου μετά τις 11 το βράδυ.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας βρήκα τον Δημήτρη να με περιμένει. Τον είχε πάρει τηλέφωνο η μάνα μου επειδή αργούσα να γυρίσω. Εκείνος θορυβήθηκε και έκανε βόλτες στη γειτονιά να με βρει. Όταν με είδε, με κοίταξε ανήσυχος.
- “Είσαι καλά, Κώστα;”
- “Είμαι ένας ηλίθιος κερατάς. Πώς να είμαι καλά;”
- “Άσε τις μαλακίες. Ανέβα γρήγορα πάνω, η μάνα σου είναι τρελαμένη. Αύριο το απόγευμα, πάρε με τηλέφωνο, να βγούμε για καφέ. Στο μεταξύ, ξέχνα την υπόθεση. Εντάξει;”
- “Ναι, Δημήτρη. Με συγχωρείς για την αναστάτωση.”
- “Τίποτα δεν αναστατώνει τον κολλητό σου! Καληνύχτα, τα λέμε αύριο.”
Ο Δημήτρης έφυγε και ανέβηκα στο διαμέρισμά μου. Η μάνα μου με περίμενε ξύπνια. Μόλις με είδε, αναστέναξε με ανακούφιση, με φίλησε και πήγε για ύπνο. Ξάπλωσα και εγώ, εξουθενωμένος από το τρέξιμο.
Την επόμενη μέρα δεν πήγα για μάθημα. Πέρασα το πρωινό με βάρη, τρέξιμο και προπόνηση πυγμαχίας στον Πανελλήνιο. Γύρισα σπίτι, έφαγα και ξάπλωσα να ηρεμήσω. Γύρω στις πέντε πήρα τηλέφωνο το Δημήτρη και κανονίσαμε να βγούμε στη γειτονιά για καφέ. Συνειδητοποίησα ότι είχα να πλυθώ δυο μέρες και βρώμαγα κυριολεκτικά. Από την σκασίλα μου, είχα παραμελήσει τον εαυτό μου. Έκανα ένα γερό μπάνιο και ξυρίστηκα. Η διάθεσή μου έγινε λίγο καλύτερη.
Συνάντησα τον Δημήτρη στην καφετέρια της πλατείας. Στο τραπέζι καθόταν μαζί του μια κομψά ντυμένη παχουλή γυναίκα με γυαλιά, γύρω τα σαράντα. Ο Δημήτρης μου τη σύστησε.
- “Από εδώ η Δωροθέα. Είναι οικογενειακή φίλη, επαγγελματίας ψυχολόγος. Της ζήτησα να έρθει να σε γνωρίσει.”
- “Ρε Δημήτρη, έπρεπε να με ρωτήσεις. Δεν χρειάζομαι ψυχολόγο.”
- “Η Δωροθέα δεν είναι τυχαία. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αμερική και έχει εξασκήσει το επάγγελμα εκεί, για πάνω από δεκαετία. Μετακόμισε στην Ελλάδα, επειδή παντρεύτηκε Έλληνα. Μην την απορρίπτεις αμέσως. Κάτσε να πιούμε καφέ, να τη γνωρίσεις.”
Δεν ήμουν πολύ θερμός με την ιδέα. Είχα, όμως, παγιδευτεί και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Χαμογέλασα στη Δωροθέα και της έδωσα το χέρι μου.
- “Χαίρω πολύ κυρία Δωροθέα. Συγνώμη, δεν ήθελα να σας προσβάλω”
- “Και εγώ χαίρομαι Κώστα, δεν με πρόσβαλες. Μη με λες κυρία, όμως, με κάνεις να νιώθω γριά. Σκέτο Δωροθέα ή Ντότι, αν προτιμάς.”
Η φωνή της είχε έντονη Αμερικανική προφορά. Τα Ελληνικά της, ωστόσο, ήταν τέλεια. Σκέφτηκα ότι τουλάχιστον ένας από τους γονείς της πρέπει να ήταν Έλληνας. Κάθισα στο τραπέζι, κοιτώντας πότε τον Δημήτρη και πότε τη Δωροθέα, αμήχανα.
Η Δωροθέα, βλέποντας ότι η συζήτηση δεν ξεκινούσε, μου έπιασε το χέρι και με κοίταξε έντονα στα μάτια.
- “Κοίτα Κώστα. Δεν θα σου κάνω ψυχανάλυση, ούτε θα σε πατρονάρω. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μιλήσεις με τον φίλο σου, σαν να μην ήμουν εδώ. Δεν θα σε διακόπτω. Ίσως σου κάνω κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις, τις οποίες απαντάς, μόνο εφόσον θες. Όταν τελειώσεις τη συζήτηση με τον Δημήτρη, θα φύγουμε και, αν θες, έρχεσαι στο γραφείο μου σε μερικές μέρες να σε συμβουλεύσω.”
Κατόπιν, η Δωροθέα απομάκρυνε λίγο την καρέκλα της, κάθισε αναπαυτικά και έβγαλε από την τσάντα της ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- “Σε πειράζει να κρατάω σημειώσεις; Δεν θα τις δει κανείς.”
Έγνεψα αρνητικά και γύρισα προς τον Δημήτρη. Εκείνος μου χαμογέλασε και άρχισε να με ρωτάει για μένα και την Τίτη. Προφανώς ήταν δασκαλεμένος από τη Δωροθέα. Με ρώτησε πώς ξεκίνησε η σχέση μας, πώς διαμορφώθηκαν τα συναισθήματά μου, πότε και πως κάναμε έρωτα πρώτη φορά, πώς εξελίχθηκε η σεξουαλική μας ζωή και πολλά άλλα. Αλλά, οι ερωτήσεις δεν αφορούσαν μόνο στη σχέση μου με την Τίτη. Αφορούσαν και στις θέσεις μου επί διαφόρων κοινωνικών ζητημάτων, στα σχέδιά μου για το μέλλον, στις σχέσεις με τον πατέρα και τη μάνα μου, στα αισθήματά μου απέναντι στον αδερφό μου, στα ενδιαφέροντά μου, στους φίλους μου, ακόμα και στις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Η τακτική της Δωροθέας ήταν πανέξυπνη. Αν μου έκανε εκείνη τις ερωτήσεις, δεν θα απαντούσα τόσο άνετα και ειλικρινά. Τώρα που απαντούσα στο φίλο μου, μπορούσα να είμαι ευθύς, αληθινός και λεπτομερής. Η Δωροθέα κρατούσε σημειώσεις σαν τρελή.
Όταν η συζήτηση επικεντρώθηκε στα συναισθήματά που μου προκάλεσε το κεράτωμα της Τίτης, έπαψα να είμαι άμεσος. Άλλοτε ντρεπόμουν, άλλοτε νευρίαζα και άλλοτε αισθανόμουν εντελώς ράκος. Μιλούσα απότομα και αρκετές φορές απαντούσα μονολεκτικά. Η Δωροθέα επενέβαινε συχνά, κάνοντας μου διευκρινιστικές ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις της ήταν πάντα καίριες και ουσιαστικές. Το ύφος της μου δημιουργούσε ένα ζεστό αίσθημα. Που και που της έκανα και εγώ ερωτήσεις, τις οποίες απέφευγε επιδέξια να απαντήσει. Σημείωνε στο μπλοκάκι της τα πάντα. Δεν μου έδινε συμβουλές, ούτε μου έλεγε τι πίστευε για μένα και τις σκέψεις μου. Απλώς σημείωνε, με ουδέτερο βλέμμα, όσα έλεγα.
Η συζήτηση κράτησε γύρω στη μιάμιση ώρα. Όταν ολοκληρώθηκε, η Δωροθέα έβαλε το σημειωματάριο και το μολύβι στην τσάντα της. Ο Δημήτρης ζήτησε και πλήρωσε το λογαριασμό. Λίγο πριν αποχωρήσουμε, η Δωροθέα μου έπιασε τα χέρια, με έφερε κοντά της και, κοιτώντας με στα μάτια, με ρώτησε:
- “Ξέρω ότι είσαι φορτισμένος. Πρέπει να σου κάνω, όμως, μια τελευταία ερώτηση. Πιστεύεις ότι κάποτε θα μπορέσεις να αγαπήσεις μια άλλη γυναίκα, όπως αγάπησες την Τίτη;”
Κατέβασα τα μάτια μου, χωρίς να απαντήσω. Αισθανόμουν πολύ μειονεκτικά και ένοχα. Δεν μπορώ να το δικαιολογήσω, αλλά έτσι ακριβώς ένιωθα.
- “Δεεεν ξέεεερω”,
ψέλλισα τραυλίζοντας. Το πρόσωπό μου γέμισε με δάκρυα. Η Δωροθέα μου άφησε τα χέρια και με χτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη. Της ζήτησα συγνώμη, καληνύχτισα και έφυγα ντροπιασμένος για το σπίτι.
Πολλοί ίσως δεν πιστεύετε ότι ένας “μπρατσαράς”, που ασχολείται με την πάλη και την πυγμαχία, μπορεί να είναι τόσο ευαίσθητος. Σας διαβεβαιώνω ότι οι άνδρες που κάνουν μπόντυ μπίλντιγκ και πολεμικές τέχνες είναι το ίδιο ευαίσθητοι με τον υπόλοιπο ανδρικό πληθυσμό. Και ναι, είναι δυνατόν ένας “μπρατσαράς” να κλάψει από συγκίνηση, ντροπή ή φόβο, όπως ο οποιοδήποτε άλλος άνδρας.
Πέρασαν καμμιά δεκαριά μέρες, κατά τις οποίες είχα κλειστεί στον εαυτό μου. Ξανάρχισα να πηγαίνω στα μαθήματα, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Δεν έβγαινα τα βράδια, ούτε αποδεχόμουν προτάσεις συμφοιτητών για καφέ. Μελετούσα λίγο και μάλλον επιφανειακά. Περνούσα το χρόνο μου κάνοντας βάρη, τρέχοντας και πηγαίνοντας στις προπονήσεις πυγμαχίας. Η Τίτη με πήρε τρεις-τέσσερεις φορές τηλέφωνο να βγούμε. Το θράσος της μου προκαλούσε μεγάλο θυμό. Ήθελα να τη βρίσω, αλλά συγκρατιόμουν. Την απέφευγα προφασιζόμενος ότι είχα διάβασμα. Μετά από κάθε τηλέφωνό της, ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται από πίκρα και απογοήτευση. Η ψυχολογία μου ήταν χάλια.
Ένα απόγευμα με πήρε ο Δημήτρης τηλέφωνο. Αφού μιλήσαμε λίγο, με ενημέρωσε ότι η Δωροθέα ήθελε να με δει την επομένη μέρα. Μου έδωσε τη διεύθυνση του γραφείου της και το επαγγελματικό της τηλέφωνο, σε περίπτωση που ήθελα να της μιλήσω πριν το ραντεβού. Αμφιταλαντευόμουν αν έπρεπε να πάω. Δεν μου αρέσει να εξωτερικεύω τα εσώψυχα συναισθήματά μου. Είχα συμπαθήσει την Δωροθέα, αλλά η ιδέα να μιλάω σε μια άγνωστη για όσα νιώθω μου φαινόταν απαράδεκτη. Ωστόσο, αποφάσισα να πάω στο ραντεβού και να ακούσω ότι είχε να μου πει, χωρίς να μιλήσω για μένα.
Την ημέρα του ραντεβού πήγα στον Πατίστα στο κέντρο και αγόρασα μια καλή γυναικεία κολόνια για την Δωροθέα. Ήξερα ότι δεν θα μου έπαιρνε χρήματα και ήθελα να της δώσω τουλάχιστον ένα δώρο. Στη συνέχεια, περπάτησα μέχρι τα Εξάρχεια, όπου βρισκόταν το γραφείο της Δωροθέας. Η Δωροθέα, με χαιρέτισε εγκάρδια και με οδήγησε σε ένα σαλονάκι. Με κέρασε πορτοκαλάδα και ξεκίνησε μια ελαφρά γενική συζήτηση για το Πανεπιστήμιο και τις σπουδές. Μου διηγήθηκε τις εμπειρίες της ως φοιτήτρια, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και τις αστείες καταστάσεις που βίωσε. Ήταν φοβερή ομιλήτρια, σε κέρδιζε αμέσως. Παρότι πολύ μεγαλύτερη από εμένα, ένιωσα οικεία και άνετα.
Αφού εξαντλήσαμε τα θέματα του παρελθόντος, η Δωροθέα με ρώτησε πώς ήμουν. Της απάντησα γενικά ότι δεν είχα ξεπεράσει ακόμα την στεναχώρια μου, αλλά ήμουν πολύ καλύτερα. Η Δωροθέα με ρώτησε κατόπιν αν ήθελα να ακούσω τη γνώμη της για την υπόθεσή μου. Της απάντησα καταφατικά και έτσι η Δωροθέα ξεκίνησε με σοβαρό ύφος να με ενημερώνει.
Η φωνή της Δωροθέας ήταν άχρωμη και το ύφος της πολύ επαγγελματικό.
- “Είσαι το πιο συγκροτημένο αγόρι που έχω γνωρίσει. Διαθέτεις μεγάλη ωριμότητα για την ηλικία σου και έχεις κατασταλαγμένες απόψεις. Κοίταζα τις σημειώσεις μου και δεν πίστευα ότι αφορούσαν ένα αγόρι είκοσι ετών. Έχω γνωρίσει τριαντάρηδες και τριανταπεντάρηδες που είναι λιγότερο συνειδητοποιημένοι. Αυτό το σπάνιο προτέρημα είναι που σου δημιουργεί το πρόβλημα.”
Η Δωροθέα ήπιε μια γουλιά πορτοκαλάδα και συνέχισε.
- “Κώστα μου, λίγοι συνομήλικοί σου είναι τόσο ώριμοι. Τα παιδιά της ηλικίας σου θέλουν να ζήσουν την νεότητά τους. Να διασκεδάσουν, να ταξιδεύσουν, να αποκτήσουν εμπειρίες και να περάσουν γενικώς καλά. Δεν είναι κακό αυτό, αν γίνεται με μέτρο. Απλώς, εσύ βρίσκεσαι πιο μπροστά και συναισθηματικά και ψυχικά. Η ευαισθησία σου δεν προέρχεται από αδυναμία, αλλά από την ωριμότητά σου. Βίωσες σκληρή μεταχείριση από τον πατέρα σου, αλλά ήσουν αρκετά ώριμος να καταλάβεις τις προθέσεις του. Έχεις πλήρη ενσυναίσθηση, κάτι πολύ σπάνιο για τα παιδιά της ηλικίας σου, ειδικά τα αγόρια.”
Ήμουν λίγο έκπληκτος με όσα άκουγα, πίστευα ότι δεν διέφερα πολύ από τους συνομήλικούς μου. Άφησα τη Δωροθέα να συνεχίσει, ακούγοντάς την με ενδιαφέρον.
- “Το αναπτυξιακό αυτό προβάδισμα, σου προσφέρει πολλές δυνατότητες εξέλιξης. Όμως, σε διαφοροποιεί από τους υπολοίπους. Η εξέλιξή σου είναι τόσο γρήγορη που οι άλλοι συνομήλικοί σου δεν μπορούν να την ακολουθήσουν. Υποσυνείδητα το έχεις καταλάβει, γι’ αυτό έχεις επιλέξει ως στενό σου φίλο τον Δημήτρη, ένα πολύ ανώριμο και παρορμητικό αγόρι. Με την φιλία αυτή εξισορροπείς το αναπτυξιακό σου προβάδισμα, κάτι που σου επιτρέπει να συνδιαλέγεσαι με τους συνομήλικούς σου. Γι’ αυτό δεν βγαίνεις με παρέες, αν δεν είναι και ο Δημήτρης παρών. Μην ανησυχείς, όμως, με τον καιρό οι συνομήλικοί σου θα σε πλησιάσουν αναπτυξιακά και θα νιώθεις πιο άνετα.”
Παρέμενα αμίλητος και προσπαθούσα να επεξεργαστώ αυτά που άκουγα.
Η Δωροθέα με κοίταξε διερευνητικά για να ζυγίσει την αντίδρασή μου. Βλέποντας ότι παρέμενα ήρεμος συνέχισε την ανάλυση.
- “Η Τίτη μπορεί να είναι έξυπνη και προκομμένη, αλλά παραμένει ένα νέο κορίτσι. Από όσα είπες είναι φανερό ότι διαθέτει ισχυρές σεξουαλικές παρορμήσεις, τις οποίες θέλει να κορέσει. Το πάθος την οδηγεί να επιζητεί όλο και πιο εξεζητημένες εμπειρίες. Με βάση όσα είπες, θεωρώ ότι σε απάτησε όχι επειδή δεν σε αγαπάει ή επειδή σε βαρέθηκε. Το έκανε αυθόρμητα γιατί ήθελε να δοκιμάσει κάτι νέο, κάτι πιο προχωρημένο, που εσύ δεν μπορούσες να προσφέρεις. Το ότι δεν σου λέει πια ότι σε αγαπάει, οφείλεται στις τύψεις της.”
Διέκοψα την Δωροθέα απότομα, μιλώντας ίσως και λίγο αγενώς. - “Μου λέτε, δηλαδή, ως επαγγελματίας, ότι φταίω εγώ που με κεράτωσε; Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά...”
Η Δωροθέα μου έπιασε το χέρι και απάντησε ψύχραιμα.
- “Όχι, Κώστα, δεν φταις εσύ. Η ευθύνη είναι όλη της Τίτης που δεν σου μίλησε ευθέως για τα θέλω της. Αλλά δεν πρέπει να της κρατάς κακία. Μη ξεχνάς ότι είναι ακόμα έφηβη.”
- “Ωραία, ας πούμε ότι είναι όπως τα λέτε. Γιατί δεν με απάτησε μια μόνο φορά, έτσι για να ζήσει την εμπειρία και μετά να μην το ξανακάνει;”
- “Γιατί είναι κορίτσι που, μέσα στην ανωριμότητα της ηλικίας, παραδίδεται στα πάθη του. Μην βάζεις τον εαυτό σου στη θέση της. Εσύ ίσως την απατούσες για μια διαφορετική εμπειρία και μετά η ωριμότητά σου να σου έδειχνε το δρόμο της λογικής. Όμως, όπως σου είπα, οι συνομήλικοί σου δεν έχουν την ίδια ωριμότητα με σένα.”
Η θέση της Δωροθέας δεν μου φάνηκε παράλογη. Ίσως ήταν λίγο ετεροβαρής υπέρ της Τίτης, αλλά δεν μου δημιουργούσε σοβαρούς προβληματισμούς.
Η Δωροθέα είχε ολοκληρώσει τις παρατηρήσεις της. Με κοιτούσε χαμογελαστή και ήρεμη. Ένιωσα μια σιγουριά, η αυτοπεποίθησή μου είχε ενισχυθεί. Της χαμογέλασα εγκάρδια και τη ρώτησα:
- “Τι νομίζετε ότι πρέπει να κάνω;”
- “Κώστα, ως ψυχολόγος, δεν μπορώ να σου τι να κάνεις. Είναι δικό σου θέμα. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να σου πω τις επιλογές σου, ώστε να αποφασίσεις μόνος σου. Επίσης, αν το χρειάζεσαι, μπορώ να σε βοηθήσω ψυχολογικά να υλοποιήσεις την απόφασή που θα πάρεις.”
- “Εντάξει, πείτε μου τις επιλογές που έχω.”
- “Η πρώτη επιλογή είναι να συγχωρέσεις την Τίτη και να συνεχίσετε τη σχέση σας. Αυτό θα χρειαστεί μεγάλη ψυχική δύναμη. Πρέπει να ξεπεράσεις το πλήγμα που επέφερε η απιστία της στην αξιοπρέπεια και στον ανδρισμό σου. Πρέπει, ακόμα, να βοηθήσεις την Τίτη να τιθασεύσει τα πάθη της. Μπορώ να βοηθήσω, τόσο εσένα, όσο και την Τίτη, μέσω συνεδριών.”
Η Δωροθέα έκανε μια παύση και συνέχισε:
- “Η άλλη επιλογή είναι να διακόψεις τη σχέση, πάντα πολιτισμένα, όπως αρμόζει σε έναν τόσο ώριμο άνθρωπο όπως εσύ. Το δύσκολο στην επιλογή αυτή είναι να ξεπεράσεις το χωρισμό, ώστε να μπορέσεις να ξαναγαπήσεις, το ίδιο βαθιά, μια άλλη κοπέλα στο μέλλον. Θα χρειαστεί χρόνος, αλλά είσαι νέος και έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Εννοείται ότι και πάλι μπορώ να είμαι δίπλα σου
Άκουσα τη Δωροθέα με προσοχή και όταν τέλειωσε την ευχαρίστησα και της έδωσα την κολόνια. Με ευχαρίστησε και με οδήγησε στην έξοδο του γραφείου της.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχα γίνει πια πατέρας, έμαθα από τη μάνα μου λεπτομέρειες για την εμπλοκή της Δωροθέας στην υπόθεση. Η μάνα μου κατάλαβε ότι είχα πληγωθεί από κάποιο κορίτσι και έκρινε ότι χρειαζόμουν υποστήριξη από κάποιον ειδικό. Δεν είχε και άδικο. Ο Δημήτρης ήταν πράγματι ανώριμος εκείνη την εποχή, ενώ ο πατέρας μου παραήταν ώριμος. Δεν θα μπορούσαν να με βοηθήσουν ουσιαστικά. Το αστείο είναι ότι, παρά τις διαφορές τους, θα μου έδιναν και οι δυο την ίδια συμβουλή: Να συνεχίσω να πηδάω την Τίτη και όποια άλλη μου κάτσει, μέχρι να βρω μια καλή κοπέλα και μετά να διώξω την Τίτη με τις κλωτσιές. Εννοείται, ότι ούτε τότε ήμουν, ούτε αργότερα έγινα, ούτε ποτέ θα γίνω τέτοιος τύπος.
Τέλος πάντων, μη μπορώντας να με βοηθήσει άμεσα η μάνα μου, πλήρωσε την Δωροθέα για να με συμβουλεύσει. Η Δωροθέα, έβαλε στο κόλπο τον Δημήτρη, τόσο για να καλύψει τη μάνα μου, όσο και για να με προσεγγίσει. Χειρίστηκε την υπόθεση υποδειγματικά, κρατώντας απόλυτη εχεμύθεια. Ουδέποτε έμαθε η μάνα μου ποιο ήταν το κορίτσι που με πλήγωσε, ούτε της το αποκάλυψα ποτέ.
Δεν νευρίασα με την “συνωμοσία” που υφάνθηκε πίσω από την πλάτη μου. Η μάνα μου και ο Δημήτρης ήθελαν να με προστατεύσουν συναισθηματικά. Η Δωροθέα ήταν επαγγελματίας, με όλη τη σημασία της λέξεως. Η εμπλοκή της ήταν καίρια και ουσιαστική. Με τόνωσε ψυχολογικά και μου επέτρεψε να αποσαφηνίσω τις επιλογές μου.
Σαν γονέας δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι ανάλογο για τα παιδιά μου. Ωστόσο, αν το έκρινα σκόπιμο, δεν θα δίσταζα ούτε στιγμή. Ορισμένες φορές χρειάζεται εξειδικευμένη παρέμβαση για να δοθεί λύση στα αδιέξοδα των παιδιών και των νέων. Οι γονείς μπορούν να κάνουν πολλά, αλλά οι δυνατότητές τους έχουν όρια. Δεν είναι ντροπή να ζητήσουν βοήθεια από έναν ειδικό. Αρκεί, βέβαια, ο ειδικός αυτός να είναι έμπειρος, ικανός και προπάντων πραγματικός επαγγελματίας.
Η επερχόμενη εξεταστική μου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτώ τα επόμενα βήματά μου. Με τη δικαιολογία του διαβάσματος, απομονώθηκα από τους υπολοίπους για να ζυγίσω τα υπέρ και τα κατά των επιλογών μου. Έδωσα, βέβαια, τα μαθήματα του εξαμήνου, αλλά αυτό ήταν για μένα δευτερεύουσα υπόθεση. Μοιραία, κόπηκα σε δυο μαθήματα, ενώ πέρασα τα υπόλοιπα οριακά. Το καλοκαίρι θα ήταν δύσκολο, αλλά δεν με ένοιαζε.
Κατά την εξεταστική, η Τίτη με πήρε αρκετά τηλέφωνα, τα οποία απαντούσα, ώστε να διατηρώ ανοικτές όλες τις επιλογές. Βγήκαμε και δυο φορές για καφέ στη γειτονιά. Δεν ήμουν σε θέση να φέρομαι όπως πριν μάθω για το κεράτωμα. Όμως, προσπαθούσα να είμαι όσο πιο ζεστός γινόταν. Από την άλλη μεριά η Τίτη φερόταν απολύτως φυσιολογικά. Με αγκάλιαζε και με φίλαγε σαν να ήμουν ο μόνος άνδρας στη ζωή της. Αυτό με εκνεύριζε, αλλά κοντρόλαρα το θυμό μου, κυρίως χάρις στο γεγονός ότι η έξοδοι ήταν πολύ σύντομες. Και οι δυο είχαμε εξεταστική, οπότε οι συναντήσεις ήταν περισσότερο διάλειμμα από το διάβασμα, παρά κανονικές έξοδοι.
Σε ένα μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα, η Τίτη με ρώτησε γιατί έχω τόσο καιρό να της προτείνω να κάνουμε σεξ. Θύμωσα τόσο με την αναίδειά της, που ήμουν έτοιμος να της αποκαλύψω ότι γνωρίζω τα πάντα για το κέρατο. Κατάφερα, ωστόσο, να συγκρατηθώ.
- “Αν ήθελες σεξ, γιατί περίμενες να στο ζητήσω εγώ και δεν το ζήταγες εσύ;”
- “Αφού ξέρεις ότι μου αρέσει να μου το ζητάς εσύ. Σε περιμένω σχεδόν ένα μήνα. Δεν έχει περάσει ποτέ τόσος χρόνος χωρίς να κάνουμε σεξ. Συμβαίνει κάτι;”
Το πήγαινε φιρί-φιρί να ακούσει τον εξάψαλμο.
- “Όχι, βέβαια. Απλώς ένιωθα ότι μπορεί να μην ήθελες.” - “Φυσικά και θέλω σεξ, ειδικά στην εξεταστική το χρειάζομαι περισσότερο. Θες να έρθεις αύριο το πρωί, όταν φύγουν οι δικοί μου”
Δεν ήθελα, αλλά, αν αρνιόμουν, θα προέκυπταν περισσότερα ερωτηματικά στην Τίτη.
- “Εντάξει, θα έρθω. Και εμένα μου έχεις λείψει ερωτικά”
- “Τέλεια. Μπες με το κλειδί που σου έχω δώσει. Θα χουζουρεύω στο κρεββάτι μου”
- “Εντάξει μωρό μου, καληνύχτα”
Έκλεισα το τηλέφωνο, διάβασα λίγο και κοιμήθηκα.
Την επόμενη μέρα σηκώθηκα, έκανα ένα ντουζ και κατέβηκα στο διαμέρισμα της Τίτης. Άνοιξα την πόρτα με το κλειδί που μου είχε δώσει η Τίτη και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο της. Η Τίτη ήταν ξαπλωμένη γυμνή και με περίμενε. Γδύθηκα, ξάπλωσα στο κρεββάτι της και ξεκίνησα να την φιλάω και να την χαϊδεύω. Παρότι τα προκαταρκτικά ήταν αρκετά για να ερεθιστώ, εκείνη την ημέρα δεν μπορούσα να πετύχω στύση. Προσπάθησα για αρκετή ώρα, χωρίς αποτέλεσμα. Η Τίτη μου έκανε και μια πίπα, αλλά ούτε και με αυτήν ερεθίστηκα.
- “Τι έπαθες, ρε Κώστα;”
- “Τίποτα μάτια μου, είμαι λίγο αγχωμένος με την εξεταστική.”
Η Τίτη ξεφύσησε με απογοήτευση. Μείναμε λίγο ξαπλωμένοι μαζί και μετά ντύθηκα και έφυγα.
Το αίσθημα που βιώνει ένας άνδρας, όταν δεν ανταπεξέρχεται ερωτικά, είναι πολύ ταπεινωτικό. Δεν είναι μόνο πλήγμα στην ματαιοδοξία του. Είναι μια ευθεία αμφισβήτηση του ανδρισμού του, σε προσωπικό επίπεδο. Δεν είχα βιώσει προηγουμένως το αίσθημα αυτό, κάτι που το έκανε ακόμα πιο έντονο. Έτσι, ενώ αμφιταλαντευόμουν, οδηγήθηκα στην απόφαση ότι έπρεπε να διακόψω τη σχέση μου με την Τίτη. Δεν γινόταν να συνεχίσω με μια γυναίκα που καταβαράθρωνε τόσο την αυτοεκτίμησή μου.
Παρότι από το κείμενο φαίνεται ότι η απόφασή μου ήταν άμεση, στην πραγματικότητα μου πήρε μέρες. Παρά την απιστία της, είχα ακόμα έντονα συναισθήματα για την Τίτη. Σκεφτόμουν ότι θα μου έλειπε πολύ. Επίσης, αναλογιζόμουν και τον αντίκτυπο που θα είχε ο χωρισμός στην Τίτη. Ήμουν σίγουρος ότι θα επηρεαζόταν και αυτή σε μεγάλο βαθμό, αφού, σύμφωνα με τη Δωροθέα, με αγαπούσε. Δεν ήθελα να την πληγώσω, παρότι με είχε πληγώσει πρώτη εκείνη.
Έχοντας πάρει την απόφαση, έπρεπε να σκεφτώ πώς θα την υλοποιήσω. Η Δωροθέα είχε προσφερθεί να με βοηθήσει σε αυτό, αλλά ήθελα να βρω μόνος μου τη λύση. Σκεπτόμενος το θέμα τώρα, πιστεύω ότι δεν έπραξα σωστά. Έπρεπε να είχα μιλήσει με τη Δωροθέα. Όμως, η νεότητα σε συνδυασμό με την ανάγκη να ξανακερδίσω τον ανδρισμό, που πίστευα ότι είχα χάσει, με κατεύθυναν αντίθετα.
Μέχρι τη μέρα που δημοσιεύτηκαν, τα αναγραφόμενα στο επόμενο κεφάλαιο δεν ήταν γνωστά σε κανέναν, πλην της Μαρίας. Δεν τα είχα αποκαλύψει ούτε καν στον Δημήτρη, παρότι μοιραζόμαστε, στην κυριολεξία, τα πάντα. Ο λόγος που κρατούσα την εμπειρία μυστική ήταν η ντροπή μου για τα συναισθήματα που ένιωσα. Τώρα, που πλέον έχω καταλάβει ότι ανάλογα συναισθήματα βιώνουν ή φαντασιώνονται να βιώσουν πολλοί άλλοι άνδρες, πήρα την απόφαση να δημοσιοποιήσω την εμπειρία.
Το σχέδιο στο οποίο κατέληξα για να χωρίσω ήταν απλό. Για μένα ήταν σημαντικό να είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο χωρισμός ήταν αποτέλεσμα της απιστίας της Τίτης. Μέχρι τότε, δεν είχα την παραμικρή χειροπιαστή απόδειξη ότι η Τίτη με απατούσε. Με δεδομένο ότι η Τίτη ήταν απίθανο να το ομολογούσε, έπρεπε να αποκτήσω αδιάσειστες αποδείξεις της απιστίας της. Έτσι, σκέφτηκα να παρακολουθώ την πολυκατοικία. Ήξερα τη φυσιογνωμία του γαμιά της. Όταν θα τον εντόπιζα να μπαίνει, θα περίμενα κανένα τέταρτο και θα εισέβαλα στο διαμέρισμα της Τίτης με το κλειδί μου. Έτσι, θα έπιανα επ’ αυτοφώρω την Τίτη και δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το παραμικρό. Δεν πίστευα ότι ο γαμιάς θα αντιδρούσε βίαια. Αλλά και να το έκανε, ήταν για μένα μισή μπουνιά υπόθεση να τον αντιμετωπίσω.
Το σχέδιο, παρότι φαινομενικά λογικό, είχε πολλά κενά. Το διαμέρισμά μου βρισκόταν ψηλά και δεν είχα καλή οπτική επαφή με την είσοδο της πολυκατοικίας. Επιπλέον, δεν ήταν σίγουρο ότι η Τίτη πηδιόταν στο διαμέρισμά της. Μπορεί να συνευρισκόταν με τον γαμιά της, είτε στο δικό του διαμέρισμα, είτε σε κάποιο ξενοδοχείο, είτε οπουδήποτε αλλού. Επιπλέον, απαιτούσε ψυχραιμία και αποφασιστικότητα εκ μέρους μου. Η Τίτη θα ένιωθε πολύ άσκημα και ο γαμιάς υποχρεωμένος να την υποστηρίξει. Δεν ήθελα, ούτε η Τίτη να στεναχωρηθεί παραπάνω από ότι έπρεπε, ούτε να καταλήξουμε στην αστυνομία ή στο νοσοκομείο. Τέλος, αν η Τίτη άφηνε πίσω από την εξώπορτα τα κλειδιά της, δεν θα μπορούσα να μπω στο διαμέρισμά. Υπήρχαν πολλά που μπορούσαν να οδηγήσουν το σχέδιο σε αποτυχία. Όμως, πρακτικά, ήταν το μόνο, που ίσως δούλευε. Έτσι, το έθεσα σε εφαρμογή.
Όταν ολοκληρώθηκε η εξεταστική, ξεκίνησα να εφαρμόζω το σχέδιό μου. Κάθε πρωί σηκωνόμουν και ετοιμαζόμουν, σαν να επρόκειτο να πάω για μάθημα. Έτρωγα πρωινό με τους δικούς μου, τους χαιρετούσα και πήγαινα στη στάση του τρόλεϊ. Εκεί, όπως έκανα πάντα, περίμενα την Τίτη. Όταν ερχόταν, τη φιλούσα και παίρναμε μαζί το τρόλεϊ προς κέντρο. Της μίλαγα θερμά, μέχρι την στάση του ΟΤΕ, όπου κατέβαινα, δήθεν για να πάρω το τραίνο προς Πειραιά. Προχωρούσα προς την πλατεία Βικτωρίας, αλλά κατόπιν έκανα μεταβολή, έπαιρνα πάλι το τρόλεϊ και γύριζα σπίτι. Στο σπίτι, καθόμουν στη βεράντα και μελετούσα ή έκανα βάρη, ενώ παρακολουθούσα την είσοδο, μήπως μπει η Τίτη ή ο γαμιάς. Όπως το περίμενα, η Τίτη δεν με πίεζε για σεξ, ύστερα από την αποτυχημένη μου προσπάθεια. Περίμενε να της το προτείνω εγώ, κάτι που φυσικά δεν έκανα για δυο λόγους. Πρώτον επειδή φοβόμουν ότι πάλι θα ήμουν “άσφαιρος” και δεύτερον για να οδηγηθεί η Τίτη, από την αγαμία, να κάνει σεξ με τον γαμιά της.
Καθώς δεν είχα καλή θέα της εισόδου της πολυκατοικίας, επιστράτευσα, εν αγνοία του, τον περιπτερά της γωνίας. Του είπα ότι οι γέροι του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας είχαν δει αρκετές φορές στο ασανσέρ έναν ύποπτο τύπο και, επειδή είχαν θορυβηθεί, μου ζήτησαν να διερευνήσω το θέμα. Του περιέγραψα τον γαμιά της Τίτης, παρακαλώντας τον να μου τηλεφωνήσει, σε περίπτωση που έμπαινε στην πολυκατοικία κάποιος που ταίριαζε στην περιγραφή. Ο περιπτεράς δέχτηκε πρόθυμα και έτσι, απόκτησα έναν άγρυπνο τσιλιαδόρο.
Πέρασαν καμιά δεκαπενταριά μέρες χωρίς αποτέλεσμα. Μια μέρα, όμως, περίπου στα τέλη του Μαρτίου του 1983, είδα την Τίτη να μπαίνει στην πολυκατοικία. Ήταν γύρω στις 11 το πρωί, μια ώρα που η Τίτη έπρεπε να βρισκόταν στο πανεπιστήμιο. Μάζεψα τα πράγματα από τη βεράντα και άρχισα να παρακολουθώ με προσοχή, μήπως έρθει και ο γαμιάς.
Πέρασε περίπου μισή ώρα. Φοβόμουν μήπως ο γαμιάς είχε μπει, χωρίς να τον εντοπίσω. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο.
- “Καλημέρα Κώστα. Ένας τύπος, που είναι όπως μου είχες περιγράψει, ήρθε στο περίπτερο. Αγόρασε καπότες και πήρε ένα τηλέφωνο. Περιμένει μερικά μέτρα μπροστά από το περίπτερο και κοιτάζει την είσοδο της πολυκατοικίας σου. Δεν φαίνεται από το μπαλκόνι σου. Είπα να σε πάρω τηλέφωνο, να έχεις το νου σου”
Ήξερα ότι ο περιπτεράς είχε δει και την ξαδέρφη μου να μπαίνει στην πολυκατοικία. Έπρεπε να το παίξω έξυπνα. Αποφάσισα να είμαι ευθύς.
- “Καλά έκανες κυρ Θανάση. Πριν λίγο μπήκε η ξαδέρφη μου, ίσως είναι ο γκόμενος της. Θα το διερευνήσω διακριτικά. Μην πεις τίποτα, ούτε στους γονείς της, ούτε στους γονείς μου.”
- “Αυτό πιστεύω και εγώ, αλλά δεν ήθελα να στο πω. Νομίζω ότι τον έχω ξαναδεί, κάτι μου θυμίζει. Μπορεί να έρχεται που και που για την ξαδέρφη σου. Οι γέροι ίσως να τον είδαν στο ασανσέρ και να φοβήθηκαν ότι ήταν κανένας μπουκαδόρος, που έψαχνε σπίτι να κλέψει. Να, ο τύπος έρχεται στην πολυκατοικία σου. Χτυπά κάποιο κουδούνι, δεν βλέπω ποιο. Του άνοιξαν, μπαίνει μέσα. Τι ήθελα να πω; Α, ναι. Μην ανησυχείς, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Να ‘ξερες τι έχουν δει τα μάτια μου και τι έχουν ακούσει τ’ αυτιά μου τόσα χρόνια. Αλλά κρατώ το στόμα μου κλειστό...”
Ο περιπτεράς συνέχισε τη φλυαρία του, εξιστορώντας τα βιώματά του, για αρκετή ώρα. Τον άφησα να μιλήσει όσο ήθελε, δείχνοντας ενδιαφέρον για όσα έλεγε, προκειμένου να μην φανώ αγενής. Δεν ήθελα ο περιπτεράς να δυσαρεστηθεί από τη συμπεριφορά μου και να αρχίσει να μιλάει στη γειτονιά. Όταν επιτέλους ο περιπτεράς έκλεισε το τηλέφωνο, ξεκίνησα την εφαρμογή του επόμενου μέρους του σχεδίου.
Έκλεισα το σπίτι, πήρα το κλειδί της Τίτης και κατέβηκα στο διαμέρισμά της. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει εικοσιπέντε λεπτά, από όταν είχε μπει ο γαμιάς. Καλός χρόνος, λογικά θα είχαν ξεκινήσει να πηδιούνται. Αφουγκράστηκα από την εξώπορτα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και δοκίμασα με προσοχή να την ανοίξω. Ήταν ξεκλείδωτη και δεν υπήρχαν κλειδιά από πίσω. Ήμουν τυχερός. Άνοιξα την πόρτα πολύ αργά και μπήκα στο διαμέρισμα.
Το σαλόνι ήταν άδειο, αλλά από το δωμάτιο της Τίτης ακούγονταν χαχανητά και γελάκια. Έκλεισα την πόρτα σιγά και ξεκίνησα να πλησιάζω το δωμάτιο. Το σχέδιο είχε πετύχει. Το μόνο που έμενε ήταν να μπω στο δωμάτιο, να πιάσω την Τίτη στα πράσα και να την χωρίσω. Έφτασα κοντά στην πόρτα του δωματίου και ήμουν έτοιμος να την ανοίξω. Όμως, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να περιμένω λίγο. Προς το παρόν ακούγονταν μόνο φιλοφρονήσεις και φιλιά. Αν ήταν να την πιάσω στα πράσα, πιο καλά να την έπιανα πάνω στην πράξη. Περίμενα, λοιπόν, έξω από την πόρτα. Κάποια στιγμή ακούστηκε η τραχιά φωνή του γαμιά.
- “Έλα τώρα πουτανάκι μου, πίπωσέ με”
Άκουσα την Τίτη να χαχανίζει και μετά από λίγο τον γαμιά να μουγκρίζει από ευχαρίστηση. Είχε έρθει η ώρα να μπω. Σήκωσα το χέρι και έπιασα το πόμολο. Έμενε μόνο να το πιέσω προς τα κάτω και να σπρώξω την πόρτα.
Όμως, δεν προχώρησα. Δεν ήταν επειδή φοβόμουν ή ντρεπόμουν. Η ιδέα ότι η Τίτη πίπωνε κάποιον στο δωμάτιό της μου είχε δημιουργήσει μια ηδονική αναστάτωση. Δεν μπορώ να περιγράψω πλήρως το συναίσθημα. Ήταν μια μείξη θυμού, ζήλιας, ντροπής και σεξουαλικής διέγερσης. Ένα περίεργα ηδονικό αίσθημα, που με έκανε να κοκκαλώσω έξω από την πόρτα του δωματίου της Τίτης. Το σχέδιό μου είχε ανατραπεί.
Τέντωσα το αυτί μου και κράτησα την ανάσα μου. Είχα παραδοθεί στο πρωτόγνωρο αίσθημα που βίωνα. Ο γαμιάς έδινε οδηγίες στην Τίτη.
- “Βάλε σάλιο, μωρή. Έτσι, πιο πολύ. Ναι, πουτάνα, ναι»
Ποτέ δεν είχα μιλήσει έτσι στην Τίτη. Θα περίμενα να διαμαρτυρηθεί και να πετάξει τον γαμιά έξω από το δωμάτιο με τις κλωτσιές. Ωστόσο, η Τίτη συνέχιζε πρόθυμα την πίπα. Γονάτισα και έβαλα το μάτι μου στην κλειδαρότρυπα. Το κρεβάτι ήταν λίγο προς τα αριστερά καθώς κοιτούσα, αλλά είχα μια ικανοποιητική θέα των τεκταινομένων. Ο γαμιάς βρισκόταν όρθιος, με μέτωπο προς τα εμένα. Η Τίτη ήταν στο πάτωμα, γονατιστή μπροστά του και είχε στο στόμα της την πούτσα του. Ήταν πραγματικά μια εντυπωσιακή πούτσα, αρκετά μακρύτερη και χονδρότερη από τη δική μου. Ο γαμιάς ήταν λεπτός και πολύ τριχωτός. Είχε πιάσει το κεφάλι της Τίτης με το ένα χέρι του και κατεύθυνε το πρόσωπό της, κατά το τσιμπούκι. Η Τίτη ακολουθούσε της οδηγίες του.
- “Πιο μέσα μωρή, μπουκώσου. Και μη βάζεις δόντι.”
Η Τίτη πήρε τον πούτσο του γαμιά μέχρι μέσα. Πνίγηκε και έβηξε ξερά.
- “Βάλε σάλιο να γλιστράει στο λαιμό. Και μη βάζεις δόντι. Ναι, έτσι. Μπράβο. Ρούφα γερά.”
Ο γαμιάς κοίταζε από ψηλά την Τίτη με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ήταν φανερό ότι η ηδονή του δεν προερχόταν από τα συναισθήματά μου, αλλά από τον εξευτελισμό της Τίτης.
Η Τίτη συνέχισε να πιπώνει τον γαμιά με ένα ζήλο, που δεν επεδείκνυε σε μένα. Προς στιγμήν μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, αλλά σχεδόν αμέσως ηρέμησα. O γαμιάς, ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένος με την επίδοση της Τίτης.
- “ Πιο μέσα, μωρή καριόλα. Πιο πολύ σάλιο και μη βάζεις δόντι”
H Τίτη προσπάθησε να ακολουθήσει τις οδηγίες του. Ξαφνικά ο γαμιάς σήκωσε το χέρι του και της έσκασε ένα γερό χαστούκι. Η Τίτη ξάπλωσε στο πάτωμα.
- “Αααααιιιιι, έλα μωρέ. Πόνεσα...”
O γαμιάς τη βοήθησε να ανασηκωθεί. Όταν στηρίχθηκε στα γόνατά της, της έσκασε ένα ακόμα χαστούκι, πιο γερό από το πρώτο. Η Τίτη σωριάστηκε πάλι στο πάτωμα, βογκώντας και κλαψουρίζοντας.
- “Σου είπα ξεκωλιάρα, μη βάζεις δόντι. Όταν σου λέω κάτι, θα το κάνεις. Κατάλαβες πουτάνα; Σήκω και ρούφα σωστά. Γαμώ το σπίτι σου, καριόλα!”
Η Τίτη υπάκουσε σαν σκυλάκι σαλονιού. Σκούπισε τα δάκρυά της, γονάτισε μπροστά στον γαμιά και ξανάρχισε να τον πιπώνει. Προφανώς τώρα το έκανε πολύ καλύτερα. Ο γαμιάς μούγκριζε και τη χαϊδευε στα μαλλιά:
- “Μπράβο καριολάκι μου, μπράβο. Είδες ότι μπορείς; Θα σε κάνω εγώ ξεφτέρι.”
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα επικεντρωθεί σε μένα. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο θέαμα. Οι ορμόνες του σώματός μου. όμως, με έκαναν να το προσέξω. Ο πούτσος μου είχε καυλώσει σκληρά. Τον έβγαλα και άρχισα να τον παίζω. Ήταν μια ενστικτώδης κίνηση, για την οποία αρχικά αισθάνθηκα τύψεις. Το σχέδιο είχε πάει κατά διαόλου. Ήξερα ότι έπρεπε να τον βάλω μέσα και να σηκωθώ να φύγω διακριτικά από το διαμέρισμα. Ωστόσο παρέμενα στη θέση μου τραβώντας μαλακία, παραδομένος στα κατώτερα ένστικτά μου.
Όταν ο γαμιάς ικανοποιήθηκε από το τσιμπούκι, έπιασε την Τίτη από το χέρι και τη βοήθησε να σηκωθεί.
- “Στήσου τώρα να σε γαμήσω”
H Τίτη ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
- “Όχι, έτσι. Στήσου στα τέσσερα, να μην βλέπω την βρωμόφατσά σου”
- “Έλα να ξεκινήσουμε από πάνω, σε παρακαλώ. Φίλα με πρώτα λίγο, ξέρεις πόσο μου αρέσει.”
- “Δεν γουστάρω σήμερα. Θέλω να σε πάρω στα γόνατα, καριόλα.”
H Τίτη στήθηκε απρόθυμα στα τέσσερα. Ο γαμιάς έπαιξε λίγο την πούτσα του, φόρεσε ένα προφυλακτικό και την πλησίασε από πίσω. Έβλεπα μόνο την τριχωτή αγύμναστη πλάτη του. Αναρωτήθηκα γιατί η Τίτη από όλους τους άνδρες διάλεξε αυτόν. Ήταν άξεστος, αγενής και άσκημος από όλες τις απόψεις. Ο μόνος λόγος που μπορούσα να σκεφτώ είναι ότι είχε τεράστια πούτσα, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει όταν τον πρωτογνώρισε...
Ο γαμιάς, μετά από μερικές προσπάθειες, έχωσε την πούτσα του στην Τίτη και ξεκίνησε να την γαμάει. Η Τίτη ανταποκρίθηκε τουρλώνοντας καλά τον κώλο της.
- “Άουουουτς, Άάάάάάουουουουτς, Άάάάάάάάάάάάάόυουουουουτς”
- “Σκάσε μωρή πατσαβούρα”
- “Άάάάάάάάάάάάάάάόυουουουτςς, Άουουτς, Άάάάάάουουουουτς, Άααααααααουουουουουουουουουτς!.»
Ξέροντας την Τίτη, κατάλαβα από τον τρόπο που έσκουζε ότι απολάμβανε πολύ το γαμήσι. Ο γαμιάς συνέχιζε να την πηδάει με σταθερό ρυθμό.
- “Να μωρή καριόλα, σου ξεσκίζω το καράμουνο, πουτάνα”
- “Άάάάάάουουουτς, Άααααααααουουουουουουουουουτς”
H Τίτη βρισκόταν στον έβδομο ουρανό. Ο γαμιάς άρχισε να την δέρνει δυνατά στα κωλομέρια. Η Τίτη ξετρελάθηκε.
- “Άααααααααουουουουουουουουουτς, Άααααααααουουουουουουουουουτς, Ααααααααααααααααααααουουουουουουουουτς!”
Οι φωνές της ακούγονταν σε όλο το διαμέρισμα, ίσως και έξω από αυτό. Η ηδονή μου ήταν απερίγραπτη. Έχυσα πάνω στην πόρτα του δωματίου και στο πάτωμα.
Άφησα την κλειδαρότρυπα και πήγα με ελαφρά βήματα στην τουαλέτα. Ήξερα ποια ήταν η πετσέτα προσώπου της Τίτης. Την πήρα και καθαρίστηκα καλά από το σπέρμα. Κατόπιν, πήρα την κολόνια του θείου μου και έβαλα παντού, ώστε να μην μυρίζω μαλακία. Έφτιαξα το ρούχα μου και, περπατώντας στις μύτες των ποδιών, κάθισα στον καναπέ. Η Τίτη γαμιόταν ακόμα. Εντυπωσιάστηκα με την αντοχή του γαμιά. Την πηδούσε ήδη τουλάχιστον δέκα λεπτά και συνέχιζε ακάθεκτος.
- “Άααααααααουουουουουουουουουτς, Άααααααααουουουουουουουουουτς....”
Οι στριγκλιές της ήταν τσιριχτές και μακρόσυρτες. Αυτό σήμαινε ότι ήταν εντελώς ερεθισμένη και ευχαριστιόταν τρελά. Μια-δυο φορές είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ευχαρίστησης μαζί μου. Οι σφαλιάρες που της έριχνε σε κάθε σπρωξιά του ο γαμιάς στα κωλομέρια ήταν τόσο δυνατές που ακούγονταν μέχρι το σαλόνι.
- “Σε γαμώ πουτάνα γιάτρεσα, πάρτα μωρή ξεκωλιάρα. Να, Να, Να…”
- “Άαααουουουουοτς, Άααααυουουουουουουτς!”
Δεν ένιωθα πια το ηδονικό αίσθημα που με είχε καταβάλει. Ούτε ένιωθα θυμό ή ζήλια. Αισθανόμουν μια ηρεμία, μια χαλαρότητα, όμοια με εκείνη μετά το σεξ. Παράλληλα, είχαν εξανεμιστεί τα συναισθήματά μου για την Τίτη. Δεν ήταν πια ο πρώτος μου έρωτας, ήταν ένα κορίτσι που κάποτε αγάπησα. Έτσι, μαγικά και αυτόματα. Ήταν εντυπωσιακό και τρομακτικό ταυτόχρονα.
Το σχέδιο μπορούσε ακόμα να λειτουργήσει. Έστω και με κάποιες μεταπτώσεις, είχα καταφέρει να διατηρήσω τη νηφαλιότητά μου. Δεν είχα γίνει αντιληπτός, κανείς δεν ήξερε ότι έπαιρνα μάτι το γαμήσι και δεν υπήρχε τρόπος να προδοθώ. Κάτω από τις σεξουαλικές κορώνες της Τίτης και τις χυδαίες βρισιές του γαμιά, σηκώθηκα, με απόλυτη ψυχραιμία. Πήρα ένα χαμηλό ποτήρι από την κουζίνα, ήπια λίγο νερό και κατευθύνθηκα στο μπαρ του θείου μου. Θυμάμαι ότι ένα μπουκάλι μαύρο Ballantines ήταν ανοικτό. Το πήρα και έβαλα στο ποτήρι μια γερή δόση. Κατόπιν, κάθισα στον καναπέ και περίμενα.
Ο γαμιάς είχε εντείνει τον ρυθμό του. Το κρεββάτι έτριζε από τις δυνατές σπρωξιές του και η Τίτη χάλαγε τον κόσμο.
- “Άααααααααουουουουουουουουουτς, Άααααααααουουουουουουουουουτς....”
Η φωνή της ακουγόταν σαν σειρήνα στο διαμέρισμα. Ο γαμιάς δεν μιλούσε πια. Απλώς γαμούσε με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό. Το γαμήσι του πρέπει να ήταν νέο ρεκόρ χρόνου. Ήδη, είχε αντέξει να σπρώχνει την Τίτη για πάνω από ένα εικοσάλεπτο. Η Τίτη δεν άργησε να έρθει σε οργασμό.
- “Όόόόόόόόόλλααααααααααααααααα, λέω Όόόόόόόόόλαααααααααααααααα, ναι, Όόόόόόόόόλαααααααααααααααααααααα!”
Τριπλό όλαααααα και μάλιστα μακρόσυρτο. Το τελευταίο όλαααααα ήταν τόσο δυνατό και ζωώδες, που αν το άκουγε κανείς θα νόμιζε ότι κάποιος σκότωνε την Τίτη. Οργασμός στον κύβο για την Τίτη, τριπλό κέρατο για μένα. Δεν νευριάσα, όμως, αντίθετα παρέμεινα εντελώς ήρεμος στον καναπέ απολαμβάνοντας το ποτό μου. Ο γαμιάς έριξε μερικές ακόμα σπρωξιές και μετά άρχισε να ουρλιάζει σαν ζώο.
- “Ααααααααα, χύνωωωωω, μωρή καριόλα, χύυυυνωωω. Ααααααααα!”
Κατόπιν έπεσε σιωπή στο διαμέρισμα. Σκέφτηκα ότι η Τίτη χαϊδευόταν με τον γαμιά. Όμως, αυτά είναι για όσους έχουν ανθρώπινα αισθήματα.
Περίμενα ότι σύντομα η Τίτη και ο γαμιάς θα έβγαιναν από το δωμάτιο. Αντ’ αυτού, μετά από κανένα πεντάλεπτο, ακούστηκε η φωνή του γαμιά.
- “Θα σε τιμωρήσω, τώρα, πουτανάκι.”
H Τίτη απάντησε με μια σκερτσόζα φωνή, που έδειχνε ότι κατά βάθος γούσταρε.
- “Αχ, όχι, μην με τιμωρήσεις σήμερα. Ήμουν καλό κορίτσι.”
- “Καλάμια ήσουν. Γαμήθηκες σαν σκρόφα. Έτσι θα γίνεις γιατρός;”
Είχα αποφασίσει να περιμένω στον καναπέ και να κάνω την κόμπλα μου, όταν η Τίτη και ο γαμιάς θα έβγαιναν από το δωμάτιο. Όμως, ο διάλογος μου άναψε την περιέργεια. Σηκώθηκα από τον καναπέ και πλησίασα πάλι στην κλειδαρότρυπα του δωματίου.
Η Τίτη είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στο κρεββάτι της. Κάτω από την λεκάνη είχε τοποθετήσει τα δυο μαξιλάρια της, προφανώς για να την ανασηκώσει. Στο πλάι του κρεβατιού βρισκόταν όρθιος ο γαμιάς, κρατώντας διπλωμένη στα δυο τη ζώνη του. Την τέντωσε, την σήκωσε ψηλά και την προσγείωσε με δύναμη στα κωλομέρια της Τίτης. Καθώς η ζώνη ήρθε σε επαφή με το δέρμα της Τίτης, ακούστηκε ένας δυνατός ήχος. Χλατς!
- “Άαααιιιιι”,
απoκρίθηκε η Τίτη τσιριχτά. Ο γαμιάς ξανασήκωσε τη ζώνη. Χλατς!
- “Άαααααααιιιιιιιι”
Ο γαμιάς επανέλαβε την κίνηση. Χλατς!
- “Άααααααααααιιιιιιιιιιι”
Η πούτσα του γαμιά είχε γίνει πάλι κάγκελο. Άρχισε να την παίζει, καθώς έδερνε την Τίτη με τη ζώνη του. Χλατς!
- “Άααααααααααααααιιιιιιιιιιιιιιι”. Χλατς!
- “Άααααααααααααααααααιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι”. Χλατς!
Σε αντίθεση με το σεξ, ο γαμιάς δεν μιλούσε. Απλώς έδερνε την Τίτη με τη ζώνη και τον έπαιζε. Το ξύλο συνεχίστηκε για περίπου ένα τέταρτο. Μετά ο γαμιάς είπε στην Τίτη να ανοίξει καλά το στόμα της και έχυσε μέσα του.
- «Μην αφήσεις ούτε σταγόνα, καριόλα”
H Τίτη υπάκουσε χωρίς αντιλογία.
Έφυγα από την κλειδαρότρυπα και έκατσα πάλι στον καναπέ περιμένοντας. Είχα πραγματικά σοκαριστεί. Τόσο καιρό είχα σχέση με μια ανώμαλη. Γι’ αυτό δεν ικανοποιούταν από την αγνή μας σχέση. Πραγματικά σιχάθηκα. Τώρα και ύστερα από επίπονη ψυχοθεραπεία, ξέρω ότι δεν υπάρχει κάτι το “ανώμαλο” στο συναινετικό σεξ μεταξύ ενηλίκων. Όμως τότε, η εμπειρία είχε μια έντονα αρνητική επίδραση στον ψυχισμό μου. Αισθανόμουν βρώμικος, όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Ήπια μονορούφι το ουίσκι, έβαλα λίγο ακόμα και παρέμεινα ακίνητος, από το σοκ και τη βδελυγμία, στον καναπέ.
Μετά από λίγο, η Τίτη και ο γαμιάς βγήκαν από το δωμάτιο. Ο γαμιάς ήταν ντυμένος πλήρως. Η Τίτη φορούσε μόνο ένα τάνγκα κιλοτάκι. Μόλις με είδαν έμειναν και οι δυο σύξυλοι. Η Τίτη είχε φανερά τρομοκρατηθεί. Πήρα ένα σοβαρό ύφος και σήκωσα το ποτήρι μου.
- “Στην υγειά σας παιδιά! Είπα να πιώ ένα ποτάκι, όσο γαμιέται το κορίτσι μου. Δεν σας ενόχλησα, έχω πηδήξει και εγώ εδώ, ξέρω τα κατατόπια»
Ο γαμιάς χαμήλωσε το βλέμμα. Η Τίτη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της από φόβο.
- “Γιάννη, μη φύγεις ακόμα.”
Ο γαμιάς με ζύγισε με τα μάτια του. Κατάλαβε αμέσως ότι, αν το έπαιζε μάγκας, θα έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του. Δεν είχε καν τ’ αρχίδια να το παίξει διπλωμάτης. Πήρε αμυντική στάση και κοίταξε την Τίτη.
- “Είναι πολύ προσωπικό ζήτημα, δεν επεμβαίνω”
Κατόπιν κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Η Τίτη τον ακολούθησε. Τα κωλομέρια της ήταν κόκκινα και γεμάτα χαρακιές από το ξύλο.
- “Μη φεύγεις ακόμα Γιάννη. Σε παρακαλώ”
Ο γαμιάς την έσπρωξε, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Τόσο ενδιαφερόταν για την Τίτη...
Η Τίτη με κοίταξε με ένα φοβισμένο βλέμμα.
- “Μην μου κάνεις κακό, Κώστα. Εγώ εσένα αγαπώ.”
- “Περίεργος τρόπος να το δείχνεις.”
H Τίτη χαμήλωσε τα μάτια και έβαλε τα κλάματα.
- “Δεν ξέρω τι με έπιασε. Πρώτη φορά το έκανα.”
- “Άσε τα ψέματα, Τίτη. Ξέρω τα πάντα. Και τι στυλ ήταν αυτό με το ξύλο;”
H Τίτη άρχισε να κλαίει πιο γοερά.
- “Δεν ξέρω, σταμάτα. Βρίσε με, αν θες, αλλά σταμάτα.”
Με έτρωγε η περιέργεια για ένα θέμα, δεν μπορούσα να μη ρωτήσω.
- “Πώς κάλυπτες τις πληγές, όταν βρισκόσουν μετά μαζί μου;”
- “Έχω βρει μέσω της Σχολής ειδικές κρέμες. Σε δυο-τρεις μέρες φεύγουν τα σημάδια. Αν μου ζήταγες σεξ πριν, σου έλεγα ότι είχα διάβασμα”
Μου ήρθαν στο μυαλό μερικές τέτοιες περιστάσεις. Δεν είχε πάει το μυαλό μου στο πονηρό. Η Τίτη, βλέποντας ότι ήμουν ήρεμος, αποφάσισε να με καλοπιάσει.
- “Άσε με να σε περιποιηθώ. Σε αγαπώ αληθινά. Είσαι ο άνδρας της ζωής μου.”
Προς στιγμή λύγισα. Δεν μπορούσα από τότε να αντισταθώ σε μια γυναίκα που κλαίει. Άφησα την Τίτη να με πλησιάσει. Όταν, όμως την ένιωσα κοντά μου, αισθάνθηκα μια αποστροφή. Η μυρωδιά του γαμιά ήταν ακόμα πάνω της. Την έσπρωξα μαλακά, αλλά αποφασιστικά.
- “Είσαι άρρωστη Τίτη, χρειάζεσαι βοήθεια από ειδικό. Φεύγω, τελειώσαμε ως ζευγάρι.”
Σηκώθηκα και αποχώρησα από το διαμέρισμα. Η Τίτη με κράταγε γαντζωμένη από την πλάτη μου, παρακαλώντας με να μην την αφήσω. Με ελευθέρωσε μόνο όταν μπήκα στο ασανσέρ. Οι φωνές της ακούστηκαν σε όλη την πολυκατοικία. Ευτυχώς, κανείς δεν βγήκε στους διαδρόμους. Άφησα την Τίτη να κλαίει ημίγυμνη στο πάτωμα του διαδρόμου. Δεν την ξαναείδα τετ α τετ, παρά μόνο, πολλά χρόνια αργότερα, στο γάμο της.
Ο χωρισμός μου με την Τίτη πραγματικά με καταρράκωσε. Στην αρχή δεν αισθανόμουν τόσο άσκημα. Ξανάρχισα να πηγαίνω στη Σχολή και να παρακολουθώ τις παραδόσεις. Κρατούσα, όπως έκανα πάντα, σημειώσεις και έκανα όσο μπορούσα καλύτερα τις εργασίες. Ωστόσο, αραίωσα από τις συναντήσεις των συμφοιτητών μου. Έβλεπα τον Δημήτρη σταθερά, αλλά απέφευγα τις εξόδους για διασκέδαση που μου πρότεινε. Δεν είχα όρεξη για συναναστροφές. Κλείστηκα στον εαυτό μου, έβγαινα μόνος μου και είχα κακή διάθεση, εξαιτίας των τύψεων που ένιωθα. Ναι, ένιωθα τύψεις, παρότι ο χωρισμός δεν ήταν δική μου ευθύνη. Το αίσθημα ηδονής που βίωσα και ο τρόπος που χώρισα την Τίτη με έκαναν να αισθάνομαι ντροπή. Τα κλάματα, τα παρακάλια και η εικόνα της Τίτης να μοιρολογεί μισόγυμνη, με τον κώλο της κόκκινο από το ξύλο, στο πάτωμα του διαδρόμου, με στοίχειωναν.
Την κατάσταση έκαναν χειρότερη τα γράμματα που μου έστελνε η Τίτη. Κάθε τόσο, μέχρι το καλοκαίρι του 1983, μου έρχονταν γράμματα, χωρίς αποστολέα, με το ταχυδρομείο. Προέρχονταν από την Τίτη, η οποία μου ζητούσε να γυρίσω πίσω στη σχέση μας. Ήταν πολύ συναισθηματικά, ορισμένες φορές και συγκινητικά. Μου ενέτειναν τις τύψεις και με έκαναν να νιώθω απερίγραπτη ενοχή. Σχεδόν λύγισα.
Στον Δημήτρη δεν είχα πει όλη την αλήθεια. Του είπα απλώς ότι πήγα στο σπίτι της Τίτης και της ζήτησα να χωρίσουμε. Ο Δημήτρης δέχτηκε την εξήγησή μου. Καταλάβαινε ότι χρειαζόμουν έναν φίλο και προσπαθούσε να κάνει ότι μπορεί για να με ευθυμήσει. Όμως, δεν ήταν σε θέση να με βοηθήσει να ξεπεράσω τις τύψεις μου. Οι προπονήσεις πυγμαχίας και η γυμναστική, τις οποίες εντατικοποίησα την περίοδο εκείνη, με έκαναν να ξεχνώ προσωρινά το πρόβλημα. Όμως, δεν πρόσφεραν μόνιμη λύση. Χρειαζόμουν βοήθεια και, για άλλη μια φορά, δεν είχα κανέναν να με υποστηρίξει.
Μη έχοντας άλλη διέξοδο, κατέφυγα στη Δωροθέα. Από τα μέσα του Μάϊου του 1983, μέχρι το τέλος της εξεταστικής του Ιουνίου μου έκανε συνεδρίες, δυο φορές την εβδομάδα. Αρχικά, δεν ένιωθα άνετα. Η Δωροθέα με είχε εξυμνήσει για την ωριμότητά μου. Αλλά, ο τρόπος που αντιμετώπισα την απιστία της Τίτης, ήταν κάθε άλλο παρά ώριμος. Η Δωροθέα, ευτυχώς, ήταν εξαιρετική ψυχολόγος. Δεν με έψεξε, ούτε με έκανε να νιώσω περισσότερο άσκημα για τη συμπεριφορά μου. Αντίθετα, επικεντρώθηκε στο να με βοηθήσει να ξεπεράσω τον χωρισμό και να ξανακερδίσω την αυτοεκτίμησή μου. Δεν ήταν εύκολο, αλλά μετά από κάθε συνεδρία αισθανόμουν όλο και καλύτερα.
Κλειδί για την αποθεραπεία μου ήταν η συμβουλή της Δωροθέας να γράψω και εγώ ένα γράμμα στην Τίτη. Ήταν πολύ σημαντικό να της εξωτερικεύσω με νηφαλιότητα τα συναισθήματά, που μου δημιούργησε η απιστία της. Ακολουθώντας τη συμβουλή της, συνέταξα ένα πεντασέλιδο γράμμα, στο οποίο αποτύπωσα όλα όσα ένιωθα. Και μόνο που το συνέταξα, ένιωσα να απελευθερώνομαι. Αλλά και η Τίτη πρέπει να το εκτίμησε. Δεν μου ξανάγραψε, αλλά μέχρι που παντρεύτηκε μου έστελνε κάρτες στις γιορτές και χαιρετίσματα μέσω κοινών φίλων. Επίσης, με κάλεσε στο γάμο της, κάτι που δείχνει ότι δεν μου κρατά κακία για όσα έγιναν. Τέλος, λοιπόν, καλό, όλα καλά...
Με όλα αυτά, πήγε και η Εξεταστική του Ιουνίου κατά διαόλου. Κόπηκα σε τρία μαθήματα. Αυτό σήμαινε ότι τον Σεπτέμβριο, μαζί τα “χρωστούμενα” του Φεβρουαρίου, έπρεπε να δώσω πέντε μαθήματα. Δεν ήθελα να μείνω πίσω στις σπουδές μου και έτσι το καλοκαίρι του 1983 στρώθηκα στο διάβασμα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν πήγα διακοπές στο χωριό. Βέβαια, η Τίτη ήταν ο κύριος λόγος, αλλά και η αντικειμενική ανάγκη για μελέτη συνέβαλε.
Οι μόνες μου διακοπές ήταν έξι μέρες στην Πάρο, με τον Δημήτρη. Περάσαμε όμορφα, κάτι που μου έδωσε κουράγιο στη μελέτη. Την δεύτερη μέρα των διακοπών, γνωρίσαμε και δυο Γαλλίδες τουρίστριες. Ο Δημήτρης, αξιοποιώντας το μοναδικό του ταλέντο, τις είχε καταφέρει να μας κάτσουν. Μέχρι τότε, η μόνη γυναίκα που είχα κάνει σεξ ήταν η Τίτη. Η τελευταία φορά που προσπάθησα να της κάνω σεξ, δεν πήγε καθόλου καλά. Ήταν σημαντικό για μένα, λοιπόν, να κάνω σεξ με μια άλλη γυναίκα. Θυμάμαι ότι αισθανόμουν αρχικά λίγο άβολα, αλλά η Ζακλίν, καλή της ώρα, ήταν υπομονετική και ευγενική. Αποδείχθηκε ότι καλύτερο για την κατάστασή μου. Με την Ζακλίν και τη φίλη της μοιραστήκαμε τέσσερεις υπέροχες ημέρες διακοπών. Μπάνια, διασκέδαση, φαγητό, ποτά και σεξ με την ανέμελη ξενοιασιά της νεότητας. Κατάλαβα ότι, πέρα του διαβάσματος, της γυμναστικής, των συναντήσεων με συμφοιτητές και της Τίτης, υπήρχαν πολλά ακόμα πράγματα να ζήσω.
Η Εξεταστική του Σεπτεμβρίου πήγε σχετικά καλά. Πέρασα τρία από τα πέντε μαθήματα. Έμεναν δυο που έπρεπε να ξαναπαρακολουθήσω και να ξαναδώσω την επόμενη χρονιά. Θα προτιμούσα να είχα ξεμπερδέψει, αλλά και πάλι ήμουν σε καλύτερα μοίρα από την πλειοψηφία των συμφοιτητών μου.
Η εμπειρία με την Ζακλίν και η μάλλον θετική εξέλιξη της εξεταστικής με ανέβασαν πολύ ψυχολογικά. Πέρα από αυτά, μερικά ακόμα θετικά γεγονότα, μου έδωσαν νέα πνοή και ιδέες, που συνέβαλαν στην ανανέωσή μου.
Το πρώτο ήταν η επιτυχία του αδερφού μου στην Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών. Μαράζι το είχε ο πατέρας μου να αφήσει σε κάποιον από τους γιους του την επιχείρησή του. Τότε, θεωρούσα την επιθυμία του αφελή, αλλά τώρα τη βρίσκω λογικότατη. Και εγώ, σαν πατέρας που δημιούργησε μια επιχείρηση από το μηδέν, θέλω να με διαδεχθεί ένας από τους γιους μου στη δουλειά. Όπως και να έχει, ο πατέρας μου ήταν τόσο πανευτυχής που, όταν ακούσαμε το όνομα του αδερφού μου στους επιτυχόντες, σχεδόν λιποθύμησε. Το ίδιο βράδυ βγήκαμε έξω σαν οικογένεια και γίναμε πίτα στο μεθύσι. Ο μικρός ξεκινούσε την πορεία του στη ζωή με τέλειες προοπτικές, γεγονός που μας γέμιζε όλους χαρά και περηφάνια.
Το δεύτερο ήταν η μετακόμισή μου από το πατρικό σπίτι. Η ιδέα να ζήσω μόνος, μου ήταν πάντοτε ελκυστική. Ήθελα να πετάξω με τα φτερά μου, να αναλάβω υπευθυνότητες, να “φάω τα μούτρα μου” και να βρω τη λύση μόνος μου. Το είχα συζητήσει με τους γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν αντίρρηση, αρκεί να αναλάμβανα τα έξοδα του διαμερίσματος. Θα συνέχιζαν να μου δίνουν το χαρτζιλίκι μου, λίγο ενισχυμένο, τώρα που δεν πλήρωναν σχολείο και ιδιαίτερα για τον μικρό. Όμως, τα υπόλοιπα έξοδα έπρεπε να βρω τρόπο να τα καλύπτω μόνος μου.
Έτσι, η πανεπιστημιακή χρονιά 1983-84 ξεκινούσε με πολλά νέα δεδομένα. Αισθανόμουν αισιόδοξος και σίγουρος ότι θα κατάφερνα να ανταπεξέρθω στις προκλήσεις. Ήμουν είκοσι ετών, γεμάτος ενέργεια και θέληση. Ο κόσμος ήταν δικός μου...
Cookie | Duration | Description |
---|---|---|
cookielawinfo-checkbox-analytics | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics". |
cookielawinfo-checkbox-functional | 11 months | The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional". |
cookielawinfo-checkbox-necessary | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary". |
cookielawinfo-checkbox-others | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other. |
cookielawinfo-checkbox-performance | 11 months | This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance". |
viewed_cookie_policy | 11 months | The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data. |